Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών προκάλεσαν νέες συζητήσεις στα κόμματα, τους φορείς και τους πολίτες που κινούνται στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς. (Ας χρησιμοποιήσουμε συμβατικά αυτόν τον όρο, για να μην μπερδευτούμε).
Όσο και εάν προσπαθεί, ο καθένας για τον εαυτό του, να ωραιοποιήσει την εικόνα, είναι σαφές πως η αδυναμία μιας ουσιαστικής ανασυγκρότησης και η πολυδιάσπαση, οδήγησαν σε ήττα όλου του χώρου. Δεν κατάφερε να συγκροτηθεί ο ισχυρός εκείνος τρίτος πόλος που θα μπορούσε να αποτελέσει την εναλλακτική λύση τόσο στη δεξιά, όσο και στην λαϊκίστικη «αριστερά» που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και οι τελευταίες έρευνες δείχνουν πως οι πολίτες αναζητούν τον φορέα αυτόν, που θα αποτελέσει την ισχυρή εναλλακτική λύση στον διπολισμό και την εμφύλια διαμάχη που φρενάρει κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας.
Τα καράβια της κεντροαριστεράς βρίσκονται χαμένα στο πέλαγος, αναζητώντας την ακτή και τη διέξοδο.
Η «Ελιά» μπορεί να ξέφυγε από τα ποσοστά που της έδιναν οι δημοσκοπήσεις, αλλά δεν κατόρθωσε να συσπειρώσει τον κόσμο της κεντροαριστεράς και πάντως, έπεσε κατά τέσσερεις μονάδες από τα ποσοστά που πήρε μόνο του το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2012.
Οι αιτίες είναι πολλές, καθώς έλειψε η γενναιότητα, περίσσεψαν οι προσωπικές στρατηγικές, αλλά και οι νοοτροπίες κάποιων στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, που συμπεριφέρονται ως ξεπεσμένοι αριστοκράτες, νοσταλγώντας τις ένδοξες ημέρες της ηγεμονίας του, αρνούμενοι να πιστέψουν πως η εποχή αυτή πέρασε.
Αδυνατούν επίσης να κατανοήσουν την τρισδιάστατη μετεξέλιξη που επιχειρεί ο Β. Βενιζέλος, ΠΑΣΟΚ- ΕΛΙΑ- Δημοκρατική Παράταξη. Ο ίδιος ο Β. Βενιζέλος αποτελεί μέρος του προβλήματος, είτε το θέλει είτε όχι και παρά τις καλές (;) του προθέσεις. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η πολύ, πάρα πολύ χαμηλή αποδοχή του από το εκλογικό σώμα, εάν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις.
Η ΔΗΜΑΡ, έχασε ακόμη και την τελευταία της πυξίδα. Αρχίζοντας με την αποχώρησή της από την κυβέρνηση, πριν από ένα χρόνο, έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο. Ακόμη και η ταπεινωτική εκλογική της συντριβή δεν συνέτισε την ηγεσία της, η οποία συμπεριφέρθηκε όπως η Βραζιλία – για να χρησιμοποιήσουμε ποδοσφαιρικούς όρους- στο ματς με την Ολλανδία. Είναι χαρακτηριστικές οι επιστολές που έστειλε- «μετά κόπων και βασάνων»- προς ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ και ΣΥΡΙΖΑ. Δύο διαφορετικές επιστολές, οι οποίες αναιρούσαν η μία την άλλη. Είναι λογική η απάντηση που πήρε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και φυσικά δεν ενδιαφέρεται για τον τρίτο πόλο (για ποιο λόγο, εξάλλου…) και έχει χαράξει τη δική του στρατηγική. Ποιο το νόημα της επιστολής, λοιπόν, προς τον κ. Τσίπρα; Δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την αδυναμία χάραξης στρατηγικής από την πλευρά της ηγεσίας της ΔΗΜΑΡ, η οποία επιμένει πως δεν φταίει η πυξίδα της (εάν ακόμη έχει), αλλά ο γιαλός.
Το Ποτάμι εμφανίστηκε ως το νέο, το καινούργιο στην πολιτική μας ζωή. Είναι αλήθεια πως πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι, πολίτες προβληματισμένοι που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο χώρο μεταξύ της προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατίας και του φιλελεύθερου κέντρου, απογοητευμένοι από τις επιλογές της ΔΗΜΑΡ και από το εγχείρημα της Ελιάς, έσπευσαν να πλαισιώσουν την πρωτοβουλία του Σταύρου Θεοδωράκη.
Όμως, έτσι δεν γίνεται η ανανέωση του πολιτικού σκηνικού. Το ύφος- δεν μπαίνω στην ουσία – της απάντησης του ηγέτη του στην επιστολή Κουβέλη, δείχνει πως μπορεί να έχουμε ένα νέο κόμμα, αλλά οι παλαιές νοοτροπίες παραμένουν. Το πιο ενοχλητικό είναι πως λίγο- πολύ, ο Στ. Θεοδωράκης ανέλαβε μόνος να ανασυγκροτήσει – όχι την κεντροαριστερά, δεν τον ενδιαφέρει – αλλά ολόκληρη τη χώρα. Έτσι, μας προέκυψε νέος σωτήρας…
Φαίνεται, πάντως , πως αυτό δεν είναι το μόνο δείγμα της παλαιοκομματικής νοοτροπίας. Οι παραιτήσεις στελεχών και μελών του από τον Νότιο τομέα, με καταγγελίες για μεθοδεύσεις που «μυρίζουν μούχλα», είναι ενδεικτικές. Είναι αφελές να θεωρούμε πως οι νοοτροπίες που γεννήθηκαν σε μια κοινωνία κομματοκρατίας, μηχανισμών και μεθοδεύσεων θα εξαφανισθούν δια μαγείας, επειδή ξεκινά κάποιος από «μηδενική βάση». Διότι δεν υπάρχουν «μηδενικές βάσεις», εκτός εάν κάνουμε εισαγωγή πολιτών και πολιτικών από άλλού.
Και τώρα, λοιπόν; Θα παραμείνουμε στον βάλτο της ακινησίας, εκτοξεύοντας κατηγορίες ο ένας στον άλλον για το ποιος φταίει, ενώ το καράβι πλησιάζει και πάλι στα βράχια;
Χρειάζεται γενναιότητα, πολιτικό σχέδιο και κυρίως επίγνωση πως η σύνθεση όλων των δυνάμεων του χώρου και ο ειλικρινής διάλογος, χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονισμούς, μπορεί να οδηγήσει σε έναν ισχυρό φορέα, ευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό, προοδευτικό. Κανείς- προς το παρόν τουλάχιστον- δεν έχει τη δυνατότητα να πετύχει μόνος του την ανασυγκρότηση και τη δημιουργία ενός ισχυρού τρίτου πόλου. Αυτό που πραγματικά αναζητούν οι πολίτες και όχι οι διάφοροι προύχοντες του χώρου.