Σε ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης έχει περάσει το σύνθημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί «κάθαρση» στα κανάλια για να τιμωρήσει τους ανήθικους επιχειρηματίες που εκμεταλλεύτηκαν την επικοινωνιακή τους δύναμη για να εξασφαλίσουν ανήθικα οικονομικά οφέλη. Η άποψη αυτή είναι μια καθαρή έκφραση ηθικής θεώρησης. Η πολιτική για τα κανάλια ερμηνεύεται ως ηθικό ζήτημα. Η αδιαλλαξία μέχρι σκληρότητας στη μεταχείριση των καναλαρχών έχει περάσει έτσι στη σφαίρα του ιδεολογικού μύθου του ηθικού πλεονεκτήματος που επικαλείται για λογαριασμό του ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, όμως, έτσι; Με λίγη σκέψη και με απομάκρυνση των παραμορφωτικών φίλτρων της κυβερνητικής προπαγάνδας, μάλλον στο «ανήθικο μειονέκτημα» της νεοριστεράς εντάσσει η ίδια η κυβέρνηση με τους χειρισμούς της, την καθαρτική εκστρατεία της. Ατυχώς, η δημοκρατική αντιπολίτευση επιπολαίως παγιδεύτηκε στο επικοινωνιακό τέχνασμα της κυβέρνησης και παρέλειψε να αναδείξει την ανήθικη πλευρά όχι των προθέσεων, αλλά της ίδιας της πολιτικής εν προκειμένω των Συριζανέλ. Προσχώρησε χωρίς ουσιαστικές επιφυλάξεις στο άηθες διαδικαστικό παιχνίδι.
Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια απροκάλυπτη αντίφαση ανάμεσα στο προπαγανδιστικό σύνθημα και στην ίδια την πρακτική της κυβέρνησης. Μια αντίφαση που αναπτύσσεται τόσο αδιάντροπα ώστε δικαίως να εντάσσεται τον πασιφανέστατο πλέον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της πολιτικής παρουσίας του Τσίπρα και της παρέας του. Ας δούμε γιατί.
Η κυβέρνηση δηλώνει την απόφασή της να ξεκαθαρίσει το πεδίο με τα «βοθροκάναλα» κατά την προσφιλή έκφραση του σκληρού ιδεολογικού της πυρήνα. Η αποκλειστική αιτιολογία της εκστρατείας της εμφανίζεται με καθαρά ηθικό χαρακτήρα. Υποστηρίζει η κυβέρνηση ότι το σύστημα όπως λειτουργεί σήμερα είναι ένα σύστημα διαπλοκής φανερών και κρυφών συμφερόντων που διαστρεβλώνει τις διαδικασίες ενημέρωσης και πολιτικής διαπαιδαγώγησης των πολιών. Στην ρητορική της, τα «βοθροκάναλα» λένε ψέματα, κρύβουν κομμάτια της αλήθειας, προωθούν συμφέροντα που δεν θα επιβίωναν σε μια ανοιχτή αναμέτρηση και γενικά λειτουργούν ως κέντρο μαζικής παραβίασης βασικών ηθικών αρχών. Η επιχειρηματολογία της είναι καθαρά ηθικού χαρακτήρα. Στους πολίτες περνά η εικόνα μια κυβέρνησης που μάχεται για την ηθική της ενημέρωσης και δημόσιας διαπαιδαγώγησης. Η ίδια η κυβέρνηση με τα διάφορα όργανά της, τοποθετεί την ύπαρξη του κακού που παράγει στο σύστημα στην μεγάλη δύναμη που έχουν αποκτήσει οι «καναλάρχες» με όρους οικονομικούς κυρίως. Με την δύναμη που έχουν μπορούν να εξαγοράσουν όποιον ταιριάζει στα σχέδιά τους. Ωραία μέχρις εδώ. Έστω ότι είναι έτσι. Τι προτείνει, λοιπόν, σε αντικατάσταση του σάπιου και ανήθικου αυτού συστήματος; Ποιο θα είναι το διάδοχο «ηθικά» αδιάβλητο σύστημα που επιδιώκει;
Εδώ βρίσκεται η κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στον προβαλλόμενο στόχο και στον στόχο που τελικά πράγματι επιδιώκεται: Η κυβέρνηση προτείνει την δημιουργία ενός άλλου αλλά εντελώς όμοιου συστήματος ισχύος, με τέσσερις ολιγοπωλητές που όλοι τους πρέπει να έχουν δομή και μορφή τεράστιας επιχείρησης και αντίστοιχης δύναμης οικονομικού πυρός, αφού τα κεφάλαια ορίζονται σε δεκάδες εκατομμύρια αλλά και οι απασχολούμενοι σε τουλάχιστο 400 για κάθε κανάλι. Δεν θα μπω στον πειρασμό να μιλήσω για τις προφανείς σκοπιμότητες που κρύβονται πίσω από αυτή την εκ γενετής ολιγοπωλιακή συγκρότηση της τηλεοπτικής αγοράς. Είναι τόσο διαφανείς, ώστε δεν αξίζει το χαρτί και το μελάνι για την καταγραφή τους. Θα επισημάνω, όμως, την ηθική ποιότητα του σχεδίου σε ευθεία αναφορά προς τις βασικές αξιακές θέσεις της όποιας καλώς εννοούμενης Αριστεράς.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας γιατί και πώς το νέο σύστημα που θα προκύψει θα είναι πιο ηθικό; Η όλη στρατηγική της μάλλον το αντίθετο δείχνει στη πράξη. Πρώτο, στη λύση του ζητήματος η κυβέρνηση βλέπει το σύστημα ενημέρωσης αποκλειστικά ως κομμάτι της αγοράς, δηλαδή του κατ’ εξοχήν α-ηθικού θεσμού της σύγχρονης κοινωνίας. Τα «κανάλια» είναι γιαυτή απλώς επιχειρήσεις και γιαυτό ενδιαφέρεται μέχρις παρεξηγήσεως για την διασφάλιση της οικονομικής ευημερίας τους. Και όντως είναι στα πλαίσια στης σύγχρονης Αγοράς, αλλά δεν οφείλουν να είναι έτσι και στα πλαίσια της στρατηγικής ενός αριστερού κόμματος, για το οποίο η ενημέρωση και διαπαιδαγώγηση των πολιτών είναι κατ’ εξοχήν υπόθεση απροϋπόθετης ελευθερίας και ως εκ τούτου αγαθού ιδιαίτερου δημόσιου και ηθικού ενδιαφέροντος που δεν μπορεί να κρίνεται αποκλειστικά με όρους αγοραίους. Η δραματική αντίφαση φαίνεται αμέσως μόλις τεθεί ένα υποθετικά αλλά έντονα ιδεολογικά χρωματισμένο παράδειγμα ως νοητικό πείραμα:
Έστω ότι ένας συνεταιρισμός αριστερών ιδεολόγων δημοσιογράφων αποφασίζει να ιδρύσει ραδιοτηλεοπτικό σταθμό για να υπηρετήσει τις αξίες που τα μέλη του πρεσβεύουν ως υπέρτατες για τον τομέα της δημόσιας ενημέρωσης και πολιτικής διαπαιδαγώγησης. Από την αρχή δηλώνει ότι ο συνεταιρισμός τους δεν θα λειτουργεί ως κερδοσκοπική επιχείρηση. Κάτι, για παράδειγμα σαν την Εφημερίδα των Συντακτών στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης. Σε αυτή την περίπτωση, τι λόγο έχει η θεσμοθέτηση ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας και αριθμού εργαζομένων; Πώς θα χωρέσει στην ζουρλομανδύα τύπου Παππά, για παράδειγμα ο τυχόν εθελοντισμός των εργαζομένων ενός τέτοιου σταθμού; Και ποιος είναι ο ηθικός λόγος για τον οποίο η κοινωνία πρέπει σώνει και καλά να στερηθεί έναν τέτοιο καθαρά πολιτικό και κοινωνικό πείραμα που κυριολεκτεί ως προς την ηθική θέαση του ζητήματος της δημόσιας ενημέρωσης και διαπαιδαγώγησης; Μπορεί το παράδειγμα να είναι καθαρά υποθετικό ίσως και φανταστικό, αλλά η λογική του δύναμη είναι αδιαμφισβήτητη. Πάντα σε ένα λογικά δομημένο σύστημα πολιτικής, η εξαίρεση αποκαλύπτει την αντιφατικότητά του.
Την αντιφατικότητα αυτή όφειλε να έχει επισημάνει τουλάχιστο η σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση γιατί σε αυτής τον ιδεολογικό εξοπλισμό φυλάσσεται το κεφάλαιο της ηθικής του πολιτικού συστήματος σε αντιπαράθεση προς την α-ηθική τοποθέτηση του νεοφιλελευθερισμού απέναντι στην οικονομία και την αγορά. Συστήματα που δεν επιτρέπουν την ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ έκφραση εναλλακτικών συστημάτων παραγωγικής συγκρότησης, είναι ανελεύθερα συστήματα στα μάτια της σοσιαλδημοκρατίας. Αν για την κυβέρνηση του Συριζοανέλ η πολιτική δεν έχει ηθική, θα ήταν μεγάλο ιδεολογικό λάθος να προσχωρήσει σε αυτή την εργαλειακή αντίληψη των αξιών και η σοσιαλδημοκρατία.
Το επιχείρημα, ότι σχήματα ραδιοτηλεοπτικής επιχειρηματικής συγκρότησης που δεν εξασφαλίζουν εξ αρχής την οικονομική τους επιβίωση με όρους αγοράς αποκλείονται, είναι η μεγαλύτερη πολιτική απάτη που μπορούσε να εφεύρει ένα βαθειά ανήθικο πολιτικό κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην αγορά, τα επιχειρηματικά σχήματα δομούνται αυτόνομα και με τον αντίστοιχο επιχειρηματικό κίνδυνο. Ο κρατικός προληπτικό σχεδιασμός τους είναι είτε πρόσχημα για τον έλεγχό τους είτε προϊόν κρατικίστικης ιδεοληψίας που οδηγεί στο ίδιο τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή στον πολιτικό έλεγχο της ιδιωτικής οικονομικής δράσης. Ιδίως σε τομείς όπου η επίκληση ηθικών κανόνων λειτουργίας και σκοπού είναι λογικά παραδεκτή. Η Λυδία λίθος της «ηθικής» του συστήματος ενημέρωσης και διαπαιδαγώγησης είναι το εύρος ελευθερίας που αφήνει για εναλλακτικά ελευθεριακά σχήματα. Τα ολιγοπώλια είναι εκ του ορισμού τους «πολιτικά ανήθικα».