Τα καλύτερα ποιήματα της ζωής της

27 Οκτ 2015

Σύλβια Πλαθ — γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1932

—της Ελένης Κεχαγιόγλου—

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο books’ journal (τχ. 29, Μάρτιος 2013).

«Αυτά τα καινούργια μου ποιήματα έχουν κάτι κοινό. Γράφτηκαν στις τέσσερις το πρωί ? εκείνη την ασάλευτη, γαλάζια, σχεδόν αιώνια ώρα πριν από το λάλημα του κόκορα, πριν το κλάμα του μωρού, πριν την κουδουνιστή μουσική του γαλατά που τακτοποιεί τις μποτίλιες. Εάν έχουν κάτι ακόμη κοινό, ίσως είναι ότι γράφτηκαν για το αυτί, όχι για το μάτι: είναι ποιήματα που γράφτηκαν για να διαβάζονται δυνατά».

Έτσι προλογίζει μερικά από τα ποιήματα της συλλογής της Άριελ και άλλα ποιήματα (γραμμένα από τα τέλη του 1961 έως τα μέσα Νοεμβρίου του 1962), που διαβάζει σε μια εκπομπή του BBC η Σύλβια Πλαθ, τον Δεκέμβριο του 1962, λίγο πριν από το βράδυ που άνοιξε το γκάζι της κουζίνας και έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο, στις 11 Φεβρουαρίου 1963. 42 χρόνια αργότερα, και περίπου 20 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου από τον εν διαστάσει σύζυγο Τεντ Χιουζ, η κόρη της Φρίντα αναλαμβάνει να προλογίσει την «αποκαταστημένη έκδοση» της συλλογής αυτής, παραδίδοντας στο αναγνωστικό κοινό το έργο, όπως η Πλαθ το είχε επιμελώς αφήσει: 40 δαχτυλογραφημένα ποιήματα, αφιερωμένα στα δύο παιδιά της, σε ένα μαύρο ντοσιέ στο γραφείο της. Το κείμενο της Φρίντα Χιουζ με κάποιο τρόπο ανακαλεί το ποίημα του πατέρα της «Τα σκυλιά τρώνε τη μητέρα σου» («Την ξέθαψαν. Τώρα ευδοκιμούν / στην αφθονία / του κορμιού της») από τη συλλογή του Γράμματα γενεθλίων (1998) την οποία αποφασίζει να εκδώσει τη χρονιά του θανάτου του ?σπάζοντας την πολυετή σιωπή του προκειμένου να δώσει τη δική του, ποιητική, εκδοχή για τη θυελλώδη σχέση του με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε στα είκοσι έξι του χρόνια? και την οποία επίσης αφιερώνει στα δύο τους παιδιά: «Για τη Φρίντα και τον Νίκολας».

«Το πλήθος που μασουλά φιστίκια / στριμώχνεται να δει / να με ξετυλίγουν απ’ την κορφή ώς τα νύχια / το μεγάλο στριπτίζ»γράφει η Πλαθ σε ένα από τα διασημότερα ποιήματά της («Κυρία Λάζαρος»), σαν να προοικονομεί ειρωνικά ό,τι έμελλε να συμβεί μετά το θάνατό της: το αναγνωστικό κοινό θα ρουφήξει τις λέξεις της αναζητώντας τα σημάδια της προσωπικής ιστορίας μιας ύπαρξης που βασανίστηκε στη σύντομη ζωή της από την ψυχική ασθένεια, οι φεμινίστριες θα την αναγάγουν σε σύμβολο ταλαντούχας γυναίκας που οδηγήθηκε στην καταστροφή από τον άντρα που την πρόδωσε, ενώ ο άντρας με τον οποίο βρισκόταν στα πρόθυρα του διαζυγίου θα γίνει ο επιμελητής του έργου της αφαιρώντας από το Άριελ δώδεκα «ένοχα» για τον ίδιο ποιήματα στην αγγλική έκδοση του 1965 και έντεκα στην αμερικανική του 1966, και αντικαθιστώντας τα με άλλα, αλλοιώνοντας εντέλει έτσι την πρόσληψη του έργου της…

Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art