Τα ισχυρά όπλα της ηγετικότητας

Γιώργος Πανταγιάς 18 Νοε 2021

Αυταπόδεικτες βεβαιότητες δεν υπάρχουν. Αλλά ούτε και απολυτότητες. Μόνο στον κόσμο της Θεολογίας  ισχύουν οι μεταφυσικές ερμηνείες. Στην πραγματική ζωή όλα υπόκεινται στις αντικειμενικές συνθήκες και στις υποκειμενικές δυνατότητες. Άλλωστε τίποτα δεν εξελίσσεται  στο κενό. 

Όπως δεν νοείται απόλυτη αλήθεια, έτσι και το ζήτημα της ηγετικότητας είναι σχετικό. Ουσιαστικά δεν συναρτάται μόνο από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του πρωταγωνιστή. Απεναντίας είναι συνυφασμένη και με τη σχέση που ο ίδιος διαμορφώνει με το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται.  

Παρόλα  αυτά εξακολουθεί να αιωρείται το ερώτημα: ο ηγέτης γεννιέται ή γίνεται. Είτε γιατί του προσδίδουν υπέρμετρες ικανότητες. Είτε διότι υποτιμούν τα έμφυτα χαρίσματά του. Και οι δύο ωστόσο προσεγγίσεις  απέχουν από  την πραγματικότητα.

Ηγέτης είναι εκείνος που συνδυάζει τις αναμφισβήτητες ικανότητές του, με τη δυνατότητά του να προσαρμόζεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες.  Διαφορετικά δεν αποκτά καθοδηγητικό ρόλο. Δεν μπορεί να πείσει το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται. Ποσώ μάλλον να το εμπνεύσει.

Στο πεδίο της πολιτικής η ηγετικότητα έχει ξεχωριστή αξία. Η ύπαρξή της συνιστά ένα ισχυρό όπλο. Αρκεί βέβαια να το αξιοποιήσει σωστά. Και πρωτίστως να επιδεικνύει την απαιτούμενη στιβαρότητα. Αλλά και να διαθέτει την απαραίτητη υποδομή. Καθώς και να βρίσκεται σε αρμονία με τις επικρατούσες τάσεις, κοινωνικές, πολιτισμικές  ακόμη και αισθητικές  εκείνων των πολιτών τους οποίους επιδιώκει να εκπροσωπήσει. 

Στον πολιτικό ανταγωνισμό, η αποκαλούμενη ηγετική παράσταση προσδίδει στον πρωταγωνιστή το αναγκαίο  διαμέτρημα προκειμένου να αποκτήσει εμβέλεια, να διευρύνει την απήχηση και την αποδοχή του στο στοχοθετούμενο κοινωνικό σώμα που απευθύνεται.

Διαχρονικά στην εγχώρια σκηνή εμφανίστηκαν  κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα, αναζητώντας τη δική τους πολιτική έκφραση. Το εύρος και η ανθεκτικότητά τους καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία ηγετικών προσωπικοτήτων. Έτσι εξάλλου εξηγούνται και οι αντοχές που επέδειξαν διάφορα κομματικά σχήματα στη νεότερη ιστορία του τόπου.

Η ελληνική κεντροαριστερά για παράδειγμα, αναδείχθηκε σε μια ισχυρή κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία και γνώρισε μεγάλες στιγμές, όταν στο τιμόνι της βρέθηκαν ικανοί και άξιοι ηγέτες. Ηγετικές φυσιογνωμίες που μπόρεσαν να εκφράσουν με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κάθε περιόδου.  Ο Γέρος της Δημοκρατίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης υπήρξαν κορυφαίες περιπτώσεις. 

Από την άλλη στο χώρο της δεξιάς και της κεντροδεξιάς, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνδυάζοντας τα ηγετικά του προσόντα με τη γήινη σχέση που είχε με την πραγματικότητα της εποχής του, συνέβαλλε αποφασιστικά στο να καταστεί η παράταξη του κυβερνώσα.

Τα όσα συνέβησαν μετά το 2004 είναι εξίσου αποκαλυπτικά. Δεν κρίθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν μόνο τα χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων του Κώστα Καραμανλή και του Γιώργου Παπανδρέου. Αλλά και η αδυναμία τους να εναρμονιστούν με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, που κλήθηκαν  να διαχειριστούν οι κυβερνήσεις τους.

Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μολονότι πρεσβεύουν δυο εντελώς διαφορετικούς πολιτικούς κόσμους εντούτοις επιβεβαιώνουν την αυτονόητη παραδοχή, ότι ηγέτες είναι εκείνοι που συνδυάζουν τα έμφυτα και τα επίκτητα χαρίσματα τους με την ικανότητα να εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τις επικρατούσες τάσεις της εποχής τους. Η πρωθυπουργία τους αυτή την παραδοχή επιβεβαιώνει, πέρα και έξω από τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αξιολογήσεις που μπορεί κάλλιστα να κάνει ο καθένας μας.

Τώρα που το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βρίσκεται σε τροχιά εκλογής του νέου προέδρου του, οι υποψήφιοι θα αναμετρηθούν με κριτήριο την ηγετικότητα καθώς και την δυνατότητα να εκφράσουν την τωρινή εποχή. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο ισχυρά συγκριτικά  πλεονεκτήματα που θα επηρεάσουν τις επιλογές του κεντροαριστερού εκλογικού σώματος. 

Πάντως το βέβαιο είναι ότι κέρδος θα έχει εκείνος ο οποίος μπορεί να πείσει πως με την ηγεσία του, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα βγει από τον κύκλο της στασιμότητας και της καχεξίας του, καθιστώντας το ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ.