Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τις προτάσεις της για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, οι οποίες θα συζητηθούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνέρχεται αύριο και μεθαύριο στις Βρυξέλλες. Σε μια προσπάθεια ικανοποίησης όσο το δυνατόν περισσότερων αλλά και σε μια απόπειρα να επιτρέψει σε όλα τα μέτωπα χωρών να εμφανισθούν ως νικητές, οι προτάσεις κινούνται μεταξύ θετικών πρωτοβουλιών και άτολμων βημάτων, ενώ ενδιαμέσως παρεμβάλλονται απόπειρες συμβιβασμών που η αποτελεσματικότητά τους είναι ευκταία αλλά όχι προφανής.
Αν και ασφαλή συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνο μετά την ενδελεχή μελέτη των πολυσέλιδων νομικών κειμένων που προτείνονται (ως γνωστόν, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες), σε μια πρώτη εκτίμηση η «συγκέντρωση της ζήτησης στην ΕΕ και από κοινού αγορές αερίου για την καλύτερη διαπραγμάτευση» είναι μια πολύ θετική πρωτοβουλία και αναμένεται ότι θα συμβάλει στη συγκράτηση των τιμών ενέργειας ενώ παράλληλα – και αυτό είναι σημαντικότερο - συνιστά μια κίνηση υψηλού συμβολισμού που προάγει την ευρωπαϊκή ενότητα και ανοίγει την προοπτική για περαιτέρω ανάληψη κοινών δράσεων. Το ότι η έναρξη της κοινής προμήθειας τοποθετείται το 2023 δικαιολογείται από το ότι η Ευρώπη έχει, αποθηκευμένες και εν αναμονή, επαρκείς ποσότητες LNG για τον φετινό χειμώνα.
Ανάλογα θετική είναι και η εκτίμηση για την προτεινόμενη θέσπιση κανόνων αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών σε περίπτωση ελλείψεων εφοδιασμού και για την πολιτική σημασία της.
Δεν είναι εν τούτοις εξ ίσου θετικά τα μηνύματα που εκπέμπει το μέρος της απόφασης για το περίφημο «πλαφόν», η οποία προσπαθεί να συγκεράσει την αντίθεση του Βερολίνου και την επιμονή των «νοτίων» με μάλλον ανεπιτυχή τρόπο. Μπορεί η κάθε πλευρά να εμφανίσει εαυτήν ως νικήτρια, στην πράξη όμως, θα υπάρξει μεν ένας έλεγχος στην εξέλιξη των τιμών του αερίου, αλλά δεν θα υπάρξει πλαφόν υπό την έννοια που αυτό ζητείται από την ομάδα των δέκα πέντε χωρών. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο νέος δείκτης αναφοράς που προτείνεται να δημιουργηθεί έως τον Μάρτιο του 2023 θα αφορά μόνο το υγροποιημένο φυσικό αέριο. Είναι άδηλο το τι θα συμβαίνει με το μεταφερόμενο σε αέρια μορφή μέσω αγωγών και αν θα βγουν χαμένες – και πόσο - οι χώρες που τροφοδοτούνται και μέσω τέτοιων αγωγών.
Πλήρης όμως είναι η απογοήτευση από την προτεινόμενη χρηματοδότηση του όλου εγχειρήματος, τόσο για το πενιχρό ύψος της όσο και για την προέλευση των πόρων αυτών. Προβλέπονται μόνο 40 δισ. ευρώ για όλη την ΕΕ, όταν μόνο η Γερμανία θα δώσει 200 δισ. ευρώ στο εσωτερικό της για τον ίδιο σκοπό. Το ποσόν δε αυτό αφαιρείται από τα διαρθρωτικά ταμεία, δηλαδή από τα εγκεκριμένα ΕΣΠΑ των είκοσι επτά χωρών, στερώντας έτσι τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες της ΕΕ από πόρους που είχαν προϋπολογισθεί για κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών τους. Με τον τρόπο αυτό, τα ήδη καθυστερημένα χρονικώς προγράμματα των ΕΣΠΑ θα καθυστερήσουν ακόμη περισσότερο να αρχίσουν να υλοποιούνται, έστω και αν έχουν ήδη παρέλθει άπρακτα δύο χρόνια από την έναρξη της προγραμματικής περιόδου τους. Ανάλογες συνέπειες υφίσταται και το Ταμείο Ανάκαμψης στο οποίο φορτώθηκαν και δράσεις του REPowerEU. Φαίνεται ότι κατά την Επιτροπή οι πόροι συνοχής είναι «διά πάσαν νόσον».
Ούτε λόγος να γίνεται βέβαια για κοινή δημοσιονομική απάντηση που θα προέβλεπε και μέτρα άμεσης ανακούφισης πολιτών και επιχειρήσεων, πολύ δε λιγότερο για ένα νέο ταμείο ανάκαμψης, παρά την κοινή επιστολή των 15 χωρών, παρά το κοινό άρθρο των επιτρόπων Μπρετόν-Τζεντιλόνι, παρά την – λίγο καθυστερημένη, είναι αλήθεια – επιστολή προς την Επιτροπή της υπό τον Γκυ Φέρχοφστατ διακομματικής ομάδας ευρωβουλευτών (ενώ το επίσημο Ευρωκοινοβούλιο αδρανεί). Όσο και αν είναι θετικές οι περισσότερες από τις προτάσεις της Επιτροπής, η απουσία μιας κοινής δημοσιονομικής απάντησης αφαιρεί το θετικό πρόσημο από την όλη παρέμβαση.
Μένει να δούμε πώς θα αντιδράσει σε όλα αυτά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που αρχίζει αύριο και ιδίως οι χώρες που έχουν κάνει σημαία τους– και δικαίως – το πλαφόν και την κοινή δημοσιονομική απάντηση. Θα προσυπογράψουν οι ηγέτες τους συμπεράσματα που απλά θα υιοθετούν τις προτάσεις της Επιτροπής; Δεν θα λειτουργήσει το ένστικτο της πολιτικής αυτοσυντήρησης, όπως έγινε κατά την πανδημία; Περιμένει κάποιος ότι αν υιοθετηθούν ως έχουν αυτές οι προτάσεις, χωρίς να προστεθεί η δραστική και άμεση παρέμβαση που απαιτείται, θα αλλάξει άμεσα προς το καλύτερο η όλο και περισσότερο πληττόμενη καθημερινότητα των Ευρωπαίων πολιτών και ιδίως αυτών που ζουν στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες; Μάλλον όχι.
Ας μην ξεχνούμε δε ότι η συζήτηση περιορίζεται μόνο γύρω από το φυσικό αέριο και αγνοεί το πετρέλαιο, η άνοδος της τιμής του οποίου έχει φέρει την πλειονότητα των Ευρωπαίων στα οικονομικά τους όρια. Και ότι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία πυροδοτήθηκε από την αύξηση της τιμής των καυσίμων. Τα όργανα άρχισαν και πάλι εκεί. Ο ήχος τους όμως δεν έχει ακόμη φθάσει στις Βρυξέλλες. Θα περιμένουν οι είκοσι επτά ηγέτες να αρχίσουν τα όργανα αυτά και σε άλλες χώρες για να τα ακούσουν; Μήπως τότε θα είναι αργά; Επειδή εν τω μεταξύ το χρώμα των γιλέκων μπορεί να έχει αλλάξει από κίτρινο σε μαύρο;
Πηγή: www.kreport.gr