Κυκλοφορούν στους διαδρόμους του πολιτικού υπερώου. Τα φεουδαρχικά κατάλοιπα.
Γόνοι και καρποί, καρποί και γόνοι ενός συστήματος εξουσίας που μέσα από την εξουσιαστικότητα, την καταστολή της συνείδησης και το πρωτόγονο δέος, πέτυχε την αυτοσυντήρηση και την αναπαραγωγή του.
Τις τελευταίες δεκαετίες τα φεουδαρχικά κατάλοιπα έζησαν στιγμές απόλυτης κυριαρχίας. Οι εκφραστές τους πρόβαλαν και προβάλλουν πάντοτε μεταμφιεσμένοι στο δημόσιο χώρο. Υπερασπιστές και φίλοι του λαού, φυσικά. Εργάτες και συμμέτοχοι της υπέρτατης δόξας του. Στο πλευρό του πάντα από το υπερώον της ασφάλειας και τον ανορθολογικό θρόνο τους.
Στη διανομή ρόλων, προνομίων και πλούτου, προσομοιάζει με τη λειτουργία των ευγενών πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Δίπλα στα προνόμια της καταγωγής, όποια ένδυση και αν έλαβαν αυτά τις τελευταίες δεκαετίες, βάθυνε μέρα με τη μέρα η ανισότητα των ευκαιριών. Ο λαός δεν έθεσε έγκαιρα σε αμφισβήτηση τα θεμέλια αυτής της κοινωνικής πυραμίδας.
Πάντα όμως υπάρχει μια ματαίωση. Και η ματαίωση της εξουσίας τους, που τα φεουδαρχικά κατάλοιπα θεωρούσαν αδιανόητη, μοιάζει να είναι εδώ. Η εξουσία τους κλονισμένη. Και απέναντί τους πληθαίνουν και θα πληθαίνουν οι ακλόνητες συνειδήσεις.
Στην πολιτική και κοινωνική θεωρία, το μικρό φωτίζει το μεγάλο και το επιμέρους μιλάει για το συνολικό. Έτσι και η στάση μιλάει για την αντίληψη, όπως και ο τρόπος της ύπαρξης συμπυκνώνει και αντανακλά μια φιλοσοφία ζωής.
Στην καθημερινή δημοσιογραφία – έξαρση αποτελεί η περίπτωση Λιάπη – ακούμε τα φεουδαρχικά κατάλοιπα να διεκδικούν ακόμη την παλαιά κυριαρχία τους.
Γιατί, όπως παντού, έτσι και εδώ για τα φεουδαρχικά κατάλοιπα, τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τον εαυτό τους. Οι ίδιοι είναι το παν. Νυν και αεί. Δεν έχουν αίσθηση του χρόνου, δεν αντιλαμβάνονται τις μεταβολές, δεν συναισθάνονται τις συνθήκες. Δεν αναγνωρίζουν κανόνες. Δεν γνωρίζουν όριο, δεν γνωρίζουν μέτρο, αγνοούν το πέρας.
Υπερασπιζόμενοι το δημόσιο χώρο και τη δημοκρατική λειτουργία, οφείλουμε να αντιτάσσουμε στα φεουδαρχικά κατάλοιπα, που παρασύρει σιγά-σιγά ο ορμητικός ποταμός της συνειδητοποίησης, τη σταθερή και αμετάθετη άρνησή μας. Έμπρακτα.