Στον κομματικό βιότοπο της Κύπρου, χρόνια τώρα, ευδοκιμεί μια ξεχωριστή διασταύρωση. Το υβρίδιο οφείλεται στην πολτοποίηση, εθνικιστικών, ακροδεξιών, εθνικοσοσιαλιστικών και αντιδραστικών απόψεων. Αναπτύσσεται στο έδαφος της αντιπαλότητας, της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού, της αρτηριοσκλήρωσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Όποιο κι είναι το περιτύλιγμά του –δεξιό, κεντρώο, ακόμη και σοσιαλιστικό- ο πυρήνας του παραμένει ίδιος: Η σθεναρή άρνηση της συνύπαρξης. Στην πραγματικότητα όλα τα κομματικά σχήματα, πέραν του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, εδράζουν την παρουσία τους πάνω σ’ αυτήν την άρνηση. Αν και δεν τη διατυμπανίζουν, η διαδρομή τους, οι θέσεις, οι πράξεις και το έργο τους το επιβεβαιώνουν. Με διάφορες προφάσεις αντιτάχθηκαν σε όλες τις πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν μέχρι τώρα για την επίλυση του Κυπριακού. Υποστηρίζοντας μαξιμαλιστικούς στόχους και με αρκετές πατριδοκάπηλες κορώνες, αντιστρατεύονται την επανένωση. Το έπραξαν και στη Δέσμη Ιδεών Γκάλι και στο Σχέδιο Ανάν και στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις Αναστασιάδη-Ακιντζί.
Κοινό χαρακτηριστικό τους, η ριζική αντίθεσή τους στις προτεινόμενες λύσεις. Και τούτο διότι ανομολόγητο σκοπό τους αποτελεί η διατήρηση του σημερινού status quo. Στην ουσία η λύση γι’ αυτούς είναι τα δύο κράτη. Δεν την εκφράζουν δημόσια, μολονότι την πιστεύουν ακράδαντα. Τη συγκαλύπτουν με μπόλικη εθνικιστική ρητορεία, απευθυνόμενη στο θυμικό παρά στη λογική, εκμεταλλευόμενοι, βέβαια, και τις τραυματικές εμπειρίες της Κύπρου. Αξιοποιούν τις εύλογες ανησυχίες και τους προβληματισμούς τμήματος της κοινής γνώμης καλλιεργώντας τον φόβο, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Ταυτόχρονα ενοχοποιούν τις προτάσεις επίλυσης, υποστηρίζοντας ότι είναι ετεροβαρείς υπέρ των Τουρκοκυπρίων, κατηγορώντας παράλληλα τους κομματικούς αντιπάλους για «ενδοτισμό».
Τα κόμματα που ενσαρκώνουν την άρνηση της συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων (ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Συμμαχία Πολιτών, Αλληλεγγύη, Οικολόγοι), πουλώντας ανέξοδο πατριωτισμό συνιστούν τροχοπέδη στη λύση του Κυπριακού. Αν και η εμβέλειά τους μοιάζει περιορισμένη, εντούτοις διαθέτουν την ικανότητα να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την κοινή γνώμη, αλλά και τη φορά των πραγμάτων στην εσωτερική πολιτική ζωή της Κύπρου. Το πλεονέκτημά τους έγκειται στο ότι έως τώρα δεν αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις και επιδιώξεις τους. Αντίθετα, έχει επιτραπεί σ’ αυτά να αυτοεμφανίζονται ως οι θεματοφύλακες μιας –υποτίθεται- ανόθευτης εθνικής συνείδησης, συνεπικουρούμενα από συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς κύκλους. Παρ’ όλο που είναι φορείς ακραίων εθνικιστικών και αναχρονιστικών απόψεων, κατάφεραν να πολιτογραφούνται ακόμη και σήμερα ως ενδιάμεσος χώρος.
Ουσιαστικά εμφανίζονται με ψευδεπίγραφη πολιτική ταυτότητα και φυσιογνωμία. Υποδυόμενα τις δυνάμεις που με σθένος αντιστέκονται στην -όπως πιστεύουν- «εξυφαινόμενη από τους ξένους υπονόμευση του Ελληνισμού του νησιού», κρύβουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Ούτε ενδιάμεσος χώρος είναι. Ούτε οι πολιτικές τους εξυπηρετούν την άρση των αδιεξόδων. Πόσω μάλλον την ανάπτυξη και ευημερία της Κύπρου. Αντιθέτως, συνιστούν αυθεντικούς φορείς του εθνικισμού. Είναι τα εξτρέμ του αναχρονισμού που αναπτύχθηκαν στο θερμοκήπιο εθνικών περιπετειών και εκκρεμοτήτων.