Αν παρακολουθήσει κανείς την διαπραγμάτευση για τα εργασιακά, και με την προϋπόθεση ότι γνωρίζει το “παρελθόν” των εργασιακών δεδομένων-νομοθεσία, συνδικαλιστικό κίνημα, σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων-θα αντιληφθεί ότι οι αλλαγές που επίκεινται α) δεν είναι σαρωτικές και β) ρυθμίζουν κακώς κείμενα, παρά αλλοιώνουν τα εργασιακά.
Η αλλαγή στον μετασχηματισμό που έγινε από την κυβέρνηση στο Υπ.Εργασίας ήταν ορθή και είχε και έναν συμβολικό χαρακτήρα: Ο προηγούμενος υπουργός εξήγησε με απλά λόγια ποιοι είναι οι βασικοί άξονες της διαπραγμάτευσης, ποιες οι κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης και τι απάντησαν οι «σοφοί». Αφού το διήγημα έγινε γνωστό, τώρα αναλαμβάνουν οι τεχνοκράτες να φέρουν εις πέρας το εγχείρημα. Η νέα υπουργός γνωρίζει την γλώσσα των εργασιακών, καθώς και τον τρόπο που πρέπει να κινηθούμε για τον εκσυγχρονισμό της εργατικής νομοθεσίας.
Ας αναλύσουμε το αφήγημα της κυβέρνησης ένα-ένα.
Η κόκκινη γραμμή των διαπραγματεύσεων υπήρξε σταθερά α) η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και β) η δύναμη εργοδοτών και εργαζομένων να καθορίζουν το ύψος του κατώτατου μισθού-κι όχι η κυβέρνηση. Και τα δύο «αιτήματα» προκύπτουν από το παλαιό, πριν τα μνημόνια εργασιακό καθεστώς. Δηλαδή αφορούν την προ κρίσης εποχή. Με την ειδική ένταξή μας στα μνημόνια και το ξέσπασμα της κρίσης, τα εργασιακά δεν θα μπορούσαν να μείνουν εκτός των εξελίξεων, άρα να χρειαστούν την “βοήθεια” των κυβερνήσεων. Στο θολό περιβάλλον της κρίσης, οι εργοδότες από το 2010 ήδη άρχισαν να παραπονιούνται για υψηλό μισθολογικό κόστος, οι εργαζόμενοι άρχισαν να δυσκολεύονται στην εύρεση εργασίας και έξωθεν μελέτες αποδείκνυαν ότι ο βασικός μισθός στην Ελλάδα -τηρουμένων των αναλογιών-είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Σε όλο αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση θεσμοθέτησε κατώτατο μισθό και πάγωσε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μέχρι η οικονομία να ανακάμψει. Ήταν ένα προληπτικό και προσωρινό μέτρο μέχρι την έξοδο από την κρίση. Πότε θα τελειώσει η κρίση; Είναι άγνωστο και μάλλον σίγουρο ότι θα κρατήσει πολλά χρόνια. Ωστόσο τα δεδομένα όλο και χειροτερεύουν στην οικονομία και είναι αμφίβολο ότι εργαζόμενοι και εργοδότες ακόμη κι αν τους επιστραφεί η “δύναμη” να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό, είναι αμφίβολο ότι θα φτάσουν σε μία ικανοποιητική μεταξύ τους συμφωνία.
Το πιο σημαντικό ζητούμενο: Τι θα ορίσουν ως κατώτατο μισθό; την προ κρίσης εποχή ή τα νέα δεδομένα; αν πάνε με τα νέα δεδομένα, είναι σίγουρο ότι δεν θα απέχουν από τον σημερινό κατώτατο μισθό της κυβέρνησης. Άρα, η επιστροφή της δύναμης τους θα είναι μία πύρειος νίκη έναντι της «κυβερνητικής» εποπτείας.
Πάμε τώρα στο «πάγωμα» των συλλογικών συμβάσεων. Η διαφορά των συλλογικών συμβάσεων με τον κατώτατο μισθό είναι 100-150 ευρώ παραπάνω. Σε μία τέτοια εποχή, είναι τεράστια η διαφορά των δύο μισθών. Ωστόσο και εδώ, οι σοφοί διαπίστωσαν κάτι ορθό: ότι πρέπει να γίνει καταγραφή της συνδικαλιστικής δύναμης, προτού προχωρήσουμε σε επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η συνισταμένη αυτή είναι εξαιρετικά κρίσιμη: χωρίς τεκμηριωμένα δεδομένα, παρά μόνο μία διαβεβαίωση από την επιθεώρηση εργασίας ότι οι εργαζόμενοι καλύπτουν συνδικαλιστικά το 51% των επιχειρήσεων, οι συλλογικές συμβάσεις που υπογράφονταν από εργαζόμενους και εργοδότες και επεκτείνονταν υποχρεωτικά σε όλο τον κλάδο, δεν αντιπροσώπευαν πραγματικά το σύνολο της συνδικαλιστικής ισχύς. Οι επιχειρηματίες εντάσσονταν υποχρεωτικά στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, χωρίς ωστόσο τα δεδομένα καταμέτρησης των συνδικαλιστών εργαζομένων να είναι απαραίτητα σωστά. Ορθά λοιπόν, οι μνημονιακές κυβερνήσεις κατάργησαν την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων και κράτησαν τη δέσμευση των συλλογικών συμβάσεων μόνο όσων εργοδοτών εντάσσονται σε συνδικαλιστικό όργανο. Στην πράξη, ελάχιστοι είχαν εγγραφεί σε συνδικαλιστικές ενώσεις. Τι γίνεται από την μεριά των εργαζομένων; οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι υποχρεωμένες να παρέχουν στοιχεία δημόσια ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι μέλη. Ωστόσο αυτό μόνο την αδιαφάνεια αυξάνει και την αμφιβολία. Την εποχή μετά την χούντα, είχε νόημα να προστατεύονται τα μέλη. Σήμερα ωστόσο είναι επιτακτικό να δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία, ώστε να γίνει μία ουσιαστική καταγραφή του συνδικαλιστικού κινήματος. Κι έτσι οι διαπραγματεύσεις να αφορούν το σύνολο του εργατικού κινήματος, κι όχι μια ισχυρή μειοψηφία.
Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Διότι το συνδικαλιστικό κίνημα στην πράξη ήταν εξαρτώμενο, άρα διαπλεκόμενο με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Διότι στην πράξη δεν είχε επαρκή μέλη και για την επιβίωσή του στηριζόταν στις χρηματοδοτήσεις των κυβερνήσεων. Ή υπάρχει ισχυρό εργατικό κίνημα που διαπραγματεύεται ευρέως και συλλογικά ή μετά μιλάμε για διάσπαση του κινήματος και πλήρη καταστροφή του. Άρα μιλάμε για ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, χωρίς να χρειάζεται η θεσμική κατάργησή τους.
Επόμενο θέμα το θέμα των ομαδικών απολύσεων. Και η κυβέρνηση και οι σοφοί επιμένουν ότι πρέπει να περιμένουν την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για την ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, ώστε τότε να αποφανθούν αν είναι σύννομη η όχι η διοικητική έγκριση από το Υπ.Εργασίας, πριν οι επιχειρήσεις προβούν σε ομαδικές απολύσεις. Τόσο εκθέσεις της Βουλής, όσο και η κοινή λογική θα λέγαμε προστάζει ότι ούτε οι δημόσιοι λειτουργοί ούτε οι πολιτικοί μπορούν να εκφέρουν άποψη για έγκριση ή μη των απολύσεων, καθώς δεν γνωρίζουν την αγορά πραγματικά. Η έγκριση στην πράξη- και σε αυτό μπορούν να μας διαβεβαιώσουν οι δημόσιοι λειτουργοί -εξαρτάται κυρίως από την πίεση των συνδικάτων και λιγότερο από οικονομικά ή νομικά κριτήρια. Επομένως, το θέμα δεν είναι νομικό, όπως επιμένουν και η κυβέρνηση και οι σοφοί, με την επιμονή να περιμένουν ώστε να «συμμορφωθούν» με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Είναι πολιτικό το θέμα και η εύλογη ερώτηση είναι η εξής: είναι η διοίκηση ικανή να αποφανθεί υπέρ ή κατά των ομαδικών απολύσεων σε μία επιχείρηση; διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία να αποφανθεί για κάτι τέτοιο (καταρτισμένο προσωπικό και δομές που μπορούν να αποφανθούν για κάτι τέτοιο;). Κάποιοι θα πουν: «ας κάνουμε μία νέα δομή με τα απαραίτητα εργαλεία και καταρτισμένο προσωπικό». Πού μπορούν να μας οδηγήσουν αυτές οι δομές πέρα από την γραφειοκρατία και τη δικαιολόγηση νέων θέσεων εργασίας; Το θέμα δεν είναι η νομιμότητα και η τεχνοκρατική επάρκεια, είναι θέμα πολιτικού οράματος. Πόσο ακόμη θέλουμε να συντηρούμε ένα υδροκέφαλο κράτος που ελέγχει τον ιδιωτικό τομέα; Εν τέλει η έγκριση ή μη μόνο καθυστερεί μία επιχείρηση, χωρίς να λύνει πραγματικά κανένα πρόβλημα. Άρα, λύση δεν δίνεται. Μόνο καθυστερήσεις δίνονται.
Τελικό ζητούμενο: το θέμα της αναδιάρθρωσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Ποιος πιστεύει πραγματικά ότι οι συνδικαλιστές επαγγελματίες είναι ορθό να λείπουν δικαιολογημένα από την εργασία τους με άδειες θεσμοθετημένες από το κράτος, να υπόκεινται υπεράνω του φόβου απόλυσης και εν ολίγοις να μεταχειρίζονται το συνδικαλιστικό κίνημα ως κύρια απασχόλησή τους; όποιος το πιστεύει αυτό, πρέπει να μην παραπονείται ότι ο συνδικαλισμός είναι το πρώτο σκαλοπάτι αν θέλει κανείς να γίνει πολιτικός. Κι ότι οι συνδικαλιστές είναι διαπλεκόμενα πρόσωπα. Όταν μία ενασχόληση είναι κύρια και όχι μερική απασχόληση, δεν είναι να απορεί κανείς. Αν πιστεύουμε ότι ο συνδικαλισμός είναι επάγγελμα, ας διατηρηθεί η νομοθεσία ως έχει. Αν πιστεύουμε ότι είναι κάτι άλλο, που γίνεται στον ελεύθερο χρόνο μας και εις όφελος του συνόλου, τότε πρέπει να γίνεται εκτός του εργασιακού χρόνου μας. Και συνεπώς, όλη η νομοθεσία και η λογική που διέπει τις υπάρχουσες νομικές διατάξεις, πρέπει να αλλαχθούν.
Επιστρέφοντας στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, η κυβέρνηση φοβάται-δικαιολογημένα- τις μαζικές απολύσεις που θα έρθουν από τις πολυεθνικές και εν γένει τις μεγάλες επιχειρήσεις και οι οποίες δε θα στηρίζονται απαραίτητα σε πραγματικά οικονομικά προβλήματα. Ο πανικός της κρίσης μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές απολύσεις, προκαλώντας αναστάτωση στην αγορά. Αυτό είναι σωστό. Για αυτό και οι σοφοί πρότειναν εναλλακτικές μεθόδους αποτροπής της απόλυσης-όπως το μειωμένο ωράριο ή να δίνεται επίδομα από τα ταμεία στους απολυόμενους. Όπως επίσης και οι επιχειρήσεις να έχουν ξεκάθαρα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η απόλυση στηρίζεται σε υπαρκτούς οικονομικούς κινδύνους.
Συνοψίζοντας, κυβέρνηση και σοφοί κινήθηκαν σε μία σωστή κατεύθυνση ισορροπιών παλιών και νέων δεδομένων, οι διαπραγματεύσεις έχουν πάρει τον δρόμο τους, αλλά το βήμα της αλλαγής, του περιβόητου “νέου” δεν έρχεται. Η κυβέρνηση ακροβατεί μεταξύ των ένδοξων περασμένων εποχών και της σκληρής πραγματικότητας που γνωρίζουν ΔΝΤ και εταίροι. Τα εργασιακά ωστόσο δεν ακολουθούν την ιστορική τους πορεία ξέχωρα από τα νέα οικονομικά δεδομένα και πρέπει να συναρτηθούν με την οικονομία και την ανάπτυξη. Δεν είναι ξέχωρα. Ούτε το θέμα μας είναι πώς θα κρατήσουμε τις επιχειρήσεις με μάσκα οξυγόνου. Ή πώς θα υποσχεθούμε στους εργαζόμενους το παλιό ένδοξο παρελθόν. Υπό αυτή την έννοια, οι συνδικαλιστές πρέπει να συνεργαστούν με τις επιχειρήσεις, να προσαρμοστούν στη νέα οικονομική πραγματικότητα και να πουν οι ίδιοι ποιες είναι οι λύσεις. Και να τις πιστέψουν. Ο μισθός είναι βασικό ζητούμενο στην καθημερινότητά μας, το πιο βασικό. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι είναι ευθύνη όλων να δημιουργηθεί ανάπτυξη, ώστε να υπάρχει μισθός, κι αυτό μόνο οι επιχειρήσεις μπορούν να το κάνουν. Τα εργασιακά δικαιώματα είναι κατακτημένα και εδώ και χρόνια εμπεδωμένα. Μένει να κατακτηθεί η συν-ευθύνη και η κατανόηση ότι στην κρίση δεν υπάρχουν αφεντικά και υπάλληλοι, αλλά συνεργάτες κι αν υπάρχει ένας κοινός εχθρός αυτός είναι η κρίση.