Είχε επισημανθεί πολλαπλώς προεκλογικά και εν όψει των κρίσιμων αποφάσεων για συνεργασία, ότι ο ρόλος της υπεύθυνης Αριστεράς, εν προκειμένω της ΔΗΜΑΡ, ήταν πρώτα απ’ όλα να σώσει την παρτίδα (προσοχή όχι την πατρίδα). Ομως οι κίνδυνοι της αλλοίωσης της φυσιογνωμίας του κόμματος διά της διολίσθησης στον κυβερνητισμό ήταν επίσης ορατοί. Η διάχυση σημαντικού μέρους των στελεχών στον κρατικό μηχανισμό και η βουλευτοποίηση αρκετών άλλων αποδυνάμωσαν τις υπόλοιπες κομματικές δομές και σκόρπισαν δυσαρέσκεια στις οργανώσεις.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η πολιτική άρχισε πλέον να υπαγορεύεται όχι από τις προγραμματικές ιεραρχήσεις, αξιολογήσεις κ.τ.λ. της πραγματικότητας όπως αυτήν την εισέπραττε ένα μέρος της Αριστεράς, αλλά από τις προτεραιότητες της κυβερνητικής συγκυρίας. Αυτό στην ακραία του εκδοχή οδηγεί σε έναν «ακολουθητισμό», που σε καμιά περίπτωση δεν αναδεικνύει την υπεροχή των αριστερών ιδεών έναντι των άλλων, αλλά αντίθετα τις εξαναγκάζει σε διαρκείς προσαρμογές και εντέλει στην αφάνεια.
Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να πει κανείς και για την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Η οποία, αντί να ανασυνταχθεί ενώπιον της νέας Βουλής και της δεδομένης πια κυβέρνησης, συνεχίζει την προεκλογικού χαρακτήρα εκστρατεία της, προσβλέποντας από τώρα στις επόμενες εκλογές και στην αναγκαστική φθορά του κυβερνώντος συνασπισμού.
Ετσι, για μια ακόμα φορά, τώρα από το βήμα της ΔΕΘ, ακούσαμε τον Αλέξη Τσίπρα να υπεραμύνεται, για παράδειγμα, του στρατηγικού χαρακτήρα του τομέα της ενέργειας, της διατήρησης του ελέγχου του κράτους επί των αντίστοιχων επιχειρήσεων, της μη απαξίωσης του λιγνίτη και της ανάγκης για στροφή της παραγωγής στο τοπικό επίπεδο.
Γενικότητες χωρίς αντίκρισμα. Φυσικά κατανοούμε ότι το πρώτο μέλημα είναι η συμμαχία με τους συνδικαλιστές. Ομως αν κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει κι αυτός στην εξουσία, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα της ΔΕΗ και όλα τα συναφή ζητήματα που ζητούν απαντήσεις.
Αυτές τις απαντήσεις έχουν ανάγκη ο τόπος και η οικονομία. Γιατί έχουμε χορτάσει και από τον ρεαλισμό της εξουσίας, όσο κι από τα κενά συνθήματα της αντιπολίτευσης.