Κατά μία κάπως περίεργη λογική ορισμένων, όλα τα άλλα κόμματα και όλοι οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί μπορούν με άνεση να θέτουν διλήμματα ενόψει εκλογών, εκτός από την Ελιά, το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του!
Γιατί άραγε αυτό το εξωφρενικό που θέτει ο κ. Τσίπρας το “με τη Μέρκελ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή αυτό του κ. Σαμαρά “σταθερότητα με ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ”, θεωρούνται διλήμματα και “νόμιμα”, ενώ το απολύτως προφανές ερώτημα που έθεσε ο Ευ. Βενιζέλος και άλλα ηγετικά στελέχη της Ελιάς στο εκλογικό σώμα, πως αν θέλουμε κυβερνητική σταθερότητα, αυτό θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και με την εκλογική στήριξη της Ελιάς, αποτελεί όπως ισχυρίζονται εκβιασμό!
Καλώς ή κακώς (κακώς κατά τη γνώμη μου) οι ευρωεκλογές έχουν μεταβληθεί σε ένα είδος δημοψηφίσματος για τη σημερινή κυβέρνηση και αυτό έγινε με την πρωτοβουλία και την ευθύνη των κυρίων Τσίπρα και Σαμαρά. Υπό αυτό το πρίσμα όμως θα ερμηνευτεί τελικά το οποιοδήποτε αποτέλεσμα προκύψει. Η πόλωση όσο πλησιάζουμε την 25η Μαΐου μεγαλώνει, μερικές φορές ξεφεύγει από κάθε όριο και τις τελευταίες ημέρες πριν από τις κάλπες αναμένεται δυστυχώς “εμφυλιοπολεμική”. Γίνεται έτσι εκτός των άλλων από κάθε άποψη εμφανής η έλλειψη αυτήν τη στιγμή μιας ισχυρής πολιτικής παρουσίας της κεντροαριστεράς. Γεγονός που οδηγεί σε μια σκληρή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ακραίες ιδεολογικά και πολιτικά αντιλήψεις μια ακραία νεοφιλελεύθερη και μια έξαλλη νεοκομμουνιστική!
Η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι μονοκομματική, σε αυτή συμμετέχουν δύο κόμματα, δύο ιστορικά αντίπαλες παρατάξεις, σε έναν συνασπισμό που υπαγορεύτηκε από την αναγκαιότητα να υπάρχει κυβέρνηση και από την ιστορική πρόκληση να επιτευχθεί ο στόχος της σωτηρίας της χώρας από μια επερχόμενη μείζονα καταστροφή. Ήταν ένας ιστορικός συμβιβασμός που υπαγορεύτηκε από την πολιτική συγκυρία μετά τις εκλογές του 2012. Η Ελιά στηρίζει σήμερα την κυβερνητική πλειοψηφία με ένα σύνολο 30 βουλευτών και το ΠΑΣΟΚ συμμετέχει με αρκετούς υπουργούς και υφυπουργούς στην κυβέρνηση. Έχει σηκώσει τα τέσσερα τελευταία σκληρά χρόνια το μεγαλύτερο βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής και των δύσκολων αποφάσεων και έχει καταβάλει ήδη ένα τεράστιο πολιτικό κόστος.
Δεν μπορεί να διαφεύγει της προσοχής μας επίσης το γεγονός πως όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναγάγει το ΠΑΣΟΚ και τον Ευ. Βενιζέλο σε κύριο πολιτικό του αντίπαλο, με απίστευτη σφοδρότητα, με λυσσαλέες επιθέσεις που ξεφεύγουν από το πολιτικό πλαίσιο αντιπαράθεσης, ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής εμπάθειας και εγείρουν θέματα πολιτικής εντιμότητας και προσωπικής ηθικής.
Με ποια λογική λοιπόν μπορεί κάποιος να κατακρίνει το γεγονός πως η ιστορική αυτή παράταξη, μετά από όλα αυτά πού έγιναν και τις επιθέσεις που δέχεται, θέτει στο εκλογικό σώμα το ερώτημα, αν αυτό επικροτεί ή όχι την κατά την γνώμη της στάση εθνικής ευθύνης που επέδειξε χωρίς να υπολογίσει το πολιτικό κόστος και αν ο ελληνικός λαός θέλει να συνεχίσει να στηρίζει και να συμμετέχει στην κυβέρνηση.
Η απάντηση που θα δοθεί διά της ψήφου και σε αυτό το ερώτημα, μαζί με τα άλλα που έχουν τεθεί, θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις.