Υπάρχουν τα Εξάρχεια ή πρόκειται για μια φανταστική συνοικία στην οποία κατοικούν οι μύθοι των επίμονων θαυμαστών της, οι εξεγερσιακές προσδοκίες ανήσυχων πιτσιρικάδων, τα εφιαλτικά όνειρα των τρομαγμένων από τα δελτία ειδήσεων τηλεθεατών, η επινοημένη πραγματικότητα των ζηλωτών υπουργών δημόσιας τάξης, τα φαντάσματα των ποιητών;
Αναρωτιέμαι γι’ αυτό κάθε φορά που αιωρούμαι ανάμεσα στην πλασματική εικόνα των εντός και την ασύμβατη, αλλά εξίσου πλασματική εικόνα που έχουν γι’ αυτά οι εκτός. Ανάμεσα στην εικόνα των πρώτων, που ωραιοποιούν την πεζή πραγματικότητα των σπασμένων πεζοδρομίων και των σκουπιδιών δίνοντας στα μπακάλικα υπέροχα ονόματα, όπως Kάππαρη ή Θυμάρι, και στην εικόνα των δεύτερων, που είναι έτοιμοι να δαιμονοποιήσουν την καθημερινότητα των άλλων επειδή μοιάζει να είναι διαφορετική από τη δική τους.
Τα βράδια αργά προσπερνάω τους φρουρούς των συνόρων έξω από το παλιό Χημείο στο σταυροδρόμι Ναβαρίνου και Μαυρομιχάλη και εκπλήσσομαι πάντοτε με την αφοσίωση που υπηρετούν το ρόλο τους. Ποια μεγάλη ιδέα φυλάνε άραγε; Τους γυρίζω γρήγορα την πλάτη με την άνεση του ιθαγενή που δικαιούται να εισέρχεται εντός των τειχών χωρίς την επίδειξη διαβατηρίου. Στα γύρω πεζοδρόμια τα κορίτσια κάνουν από νωρίς πιάτσα και συχνά αναμειγνύονται με τις χαμηλοβλεπούσες κατηχήτριες που βγαίνουν τρεχάτες από το κτίριο του Σωτήρος (ή της Ζωής;) μετά τον εσπερινό.
Αν περικυκλώσεις ειρηνικά ένα γύρο τη συνοικία πεζοπορώντας τη Λ. Αλεξάνδρας, την Πατησίων, την Ακαδημίας κι ανέβεις την Ασκληπιού ως ψηλά στη Νεάπολη δεν υπάρχει ορατό ή αόρατο τείχος να χωρίζει την περιοχή από τις κάτω συνοικίες, τη Βάθη, το Μεταξουργείο, το Μοναστηράκι, το εμπορικό κέντρο, το Κολωνάκι. Έχεις την αίσθηση μιας περιοχής με ανοιχτό κώδικα επικοινωνίας. Η ατμόσφαιρα είναι ρευστή και οι πολιτισμικοί πόροι αυτού του υπέροχου κέντρου της πόλης παραμένουν θαμμένοι και ασφαλείς, αόρατοι, μουγγοί όσο δεν τους φέρνει κάποιος στο φως για να παίξει μαζί τους το παιχνίδι τού σήμερα και να τους κάνει να του μιλήσουν. Δημόσια κτίρια φοβικά, γλώσσες αμετάφραστες, μνημεία με λησμονημένους συμβολισμούς. Δίπλα τους κυλάει το ποτάμι της ασήμαντης ρουτίνας σε τράπεζες, φαρμακεία, περίπτερα, φαστ φουντ.
Υπάρχουν, βέβαια, κάποιοι που φρουρούν ένα δικό τους κατά φαντασία τείχος που το χτίζουν στα όριά τους, με υλικά φόβου και τρομολαγνείας, αισθήματα υποβάθμισης, προσχήματα εξουσίας και διάκρισης, διαδίδοντας φήμες για επικίνδυνες συνωμοσίες. Ακατάβλητος πολιτισμικός πεσιμισμός μακράς διάρκειας και αντοχής, χωρίς αντίκρισμα και παραγωγική αξία, σαν το τζιτζίκι που βουίζει ματαίως.
Όμως οι περισσότεροι κάτοικοι, μέτοικοι, έποικοι, νομάδες και περαστικοί βλέπουν στην περιοχή κυρίως ένα ποτάμι που τους επιτρέπει να ρίξουν τη μικρή τους βάρκα και ν’ αρμενίσουν κι αυτοί με μια διάθεση ελευθερίας έκφρασης. Χαζεύοντας, συναντώντας ανθρώπους κι ανταλλάσσοντας σκέψεις, ψωνίζοντας στη λαϊκή, πίνοντας καφέ στην πλατεία ή στα καφενεία της Καλλιδρομίου και ούζα στην Εμμανουήλ Μπενάκη, μέσα σ’ εκείνη την απαράμιλλα δοξαστική ατμόσφαιρα που κυριεύει τα μεσημέρια τις συντροφιές.
Όλα ετούτα τα μέρη, οι δρόμοι, οι πλατείες, τα ανθρώπινα βλέμματα με τα οποία διασταυρώνεσαι, ένα τσιγάρο δρόμος είναι. Η καρδιά της πόλης χτυπάει εδώ παρά τα θανάσιμα πλήγματα που της καταφέρουν κατά καιρούς εχθροί και φίλοι, παρά τις αρρυθμίες, παρά τον εδώ και καιρό προαναγγελθέντα θάνατό της. Ζει ο Μεγαλέξανδρος; Ζει και βασιλεύει.
Τα Εξάρχεια ζουν και βασιλεύουν, φιλικά και ευκολοανάγνωστα, συγκρουσιακά όπως είναι πάντοτε η κουλτούρα, χωρίς λογοκρισία, με τους τοίχους φιλόξενους στις αφίσες και τα γκράφιτι, με νεανικό ρυθμό και ήχο, με πολλές και διαφορετικές ταυτότητες, με πυκνή διασταύρωση πληροφοριών, ιδεών, διασκέδασης, αναπάντεχων πολυφωνικών συναντήσεων που σχολιάζουν και κριτικάρουν ασυγκρίτως περισσότερα από τα δελτία ειδήσεων και τα κύρια άρθρα των εφημερίδων.
Σε σύγκριση με τις άλλες γειτονιές, ο-η-το, τα Εξάρχεια είναι μια συνοικία σε πληθυντικό αριθμό, ίσως γι’ αυτό χωράνε τόσο πολλές και τόσες διαφορετικές φυλές. Αλλά συχνά αναρωτιέμαι, ποια είναι τα δικά μου Εξάρχεια; Η ερώτηση κλοτσάει αναπάντεχα τη νοσταλγία, που κατρακυλάει σ’ εκείνο το κρύο φθινοπωρινό πρωινό στα σκαλιά της Νομικής, συναντάει τη σαστισμένη φοιτητριούλα τού τότε, τον ξεχασμένο σ’ ένα παγκάκι του Αγίου Νικολάου νεανικό ενθουσιασμό μιας συνωμοτικής παρέας φοιτητών και καταλήγει στα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους της Σόλωνος, της Ασκληπιού, της οδού Ζαλόγγου.
Φίλοι που μοιραστήκατε την εξερεύνηση της γειτονιάς σε τυπογραφεία που μύριζαν ακόμη αντιμόνιο, ζωηρές συντροφιές σε καφενεία και σε ταβέρνες, ατέλειωτες ιδεολογικές συζητήσεις ως το ξημέρωμα και παρέες που τραγουδούσαν, ναι τραγουδούσαν ξένοιαστα. Κι έπειτα διαβάσματα και ζεστά από το τυπογραφείο βιβλία που τα καταβροχθίζαμε άπληστα, μπερδεμένα με έρωτες που έδιναν ραντεβού σε βιβλιοπωλεία στου Στρέφη, πίσω από φλιτζάνια αχνιστή σοκολάτα, σε ζαχαροπλαστεία, στις γκαρσονιέρες εργένηδων φίλων. Μοναχικοί φίλοι που αναζητούσαν συμπαράσταση στη χαρά ή τη λύπη, ραντεβού με μεταφραστές, συγγραφείς, διορθωτές, ανοιξιάτικες βόλτες στον Λυκαβηττό, χωρισμοί και αποχωρισμοί, οι κυριακάτικες εφημερίδες Σάββατο βράδυ στο περίπτερο της Ακαδημίας, Βοξ, Ριβιέρα, Εκράν κι εκείνο το σινεμά στην Ασκληπιού, νομίζω το έλεγαν Νεάπολις.
Κι αν ακόμη τα Εξάρχεια δεν υπάρχουν και είναι μια φανταστική συνοικία, όμως τα δικά μου Εξάρχεια υπάρχουν. Αλλά αυτά δεν είναι η γεωγραφία τους, τα στέκια, οι νεανικές μόδες, η περιοχή όπου βρίσκεται το σπίτι μου, οι φίλοι και οι δικοί μου άνθρωποι. Είναι το αίσθημα ελευθερίας πάνω στο οποίο ακούμπησα κάποια στιγμή τη ζωή μου και τις ανατροπές της. Είναι το ποτάμι μέσα στο οποίο έριξα τη βάρκα μου όταν αποφάσισα ότι δεν θέλω να είμαι ένας κάτοικος που ριζώνει αλλά επιθυμώ αθεράπευτα να είμαι ένας περιπλανώμενος νομάδας.