Τα δέντρα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 13 Σεπ 2016

Το ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει τον πολίτη ως εν δυνάμει κακόπιστο. Από μία απλή αίτηση στο δημοτολόγιο μέχρι την έναρξη επαγγέλματος, οι αρχές διαρκώς φοβούνται ότι ο πολίτης προσπαθεί να τις ξεγελάσει, προκειμένου να επωφεληθεί. Γι’ αυτό και μας ζητάνε διαρκώς υπεύθυνες δηλώσεις ή έγγραφα που να επικυρώνουν άλλα χαρτιά, και να πιστοποιούν έτσι τον αρχικό ισχυρισμό μας για το διαβατήριο, το πτυχίο, την οικογενειακή μας κατάσταση κλπ.

Συνήθως, θεωρούμε ότι η καχυποψία είναι αποτέλεσμα της αναποτελεσματικότητας ή της γραφειοκρατίας. Εν μέρει είναι πράγματι η απουσία οργάνωσης που δυσκολεύει τη ζωή μας. Αλλά, η ταλαιπωρία μας, κυρίως, εδράζεται στη δυσπιστία του κράτους απέναντι στον πολίτη. Σε μία χώρα στην οποία οδηγοί ταξί λάμβαναν επίδομα τυφλότητας, είναι λογικό το κράτος να προσπαθεί να διασφαλιστεί τόσο από τον υπάλληλο, όσο και από τον πολίτη που από κοινού επιχειρούν να το κλέψουν.

Θύμα της διαφθοράς είναι ο συνεπής φορολογούμενος. Αυτός πληρώνει τα παράνομα επιδόματα. Είναι όμως επίσης θύμα και της εδραιωμένης καχυποψίας, αφού πρέπει και ο ίδιος διαρκώς να αποδεικνύει την αθωότητα του. Έτσι καταλήγουμε, για παράδειγμα, να χρειαζόμαστε μήνες και δεκάδες έγγραφα για να ξεκινήσουμε μία επιχείρηση.

Ένα παράδειγμα: στην Αγγλία ψηφίζεις χωρίς την ταυτότητά σου. Δεν χρειάζεται να έχεις μαζί σου κανένα έγγραφο που να πιστοποιεί ότι είσαι αυτός που λες ότι είσαι. Δίνεις το όνομα και τη διεύθυνσή σου, η εφορευτική επιτροπή σε βρίσκει στη λίστα, και ψηφίζεις. Προφανώς και το βρετανικό κράτος είναι ευάλωτο απέναντι σε εκείνους που θα προσπαθήσουν να το εξαπατήσουν. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να πάει νωρίτερα από εσένα στο εκλογικό κέντρο, και γνωρίζοντας τα στοιχεία σου, να ψηφίσει για λογαριασμό σου. Όμως, οι βρετανικές αρχές έχουν αποφασίσει ότι το κόστος των μεμονωμένων αυτών περιστατικών είναι πολύ μικρότερο από το να εφαρμοστεί για δικαίους και αδίκους μία διαδικασία που θα κοστίσει σε χρόνο, ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές. Αυτή είναι η προσέγγιση που συναντάς ξανά και ξανά στις συνδιαλλαγές σου στη Μεγάλη Βρετανία. Όχι μόνο με το κράτος, αλλά και με τους ιδιώτες. Ο άλλος σε πιστεύει. Γι’ αυτό και χρειάζεσαι 24 ώρες και 12 λίρες για να δηλώσεις μία νέα επιχείρηση online.

Στην Ελλάδα μία παρόμοια αντιμετώπιση του πολίτη θα ήταν αδιανόητη, γιατί το κράτος φοβάται ότι στο τέλος θα ψηφίσουν (ή στην περίπτωση της έναρξης επιχείρησης θα εμφανιστούν ως μέτοχοι) ακόμη και τα δέντρα. Αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση όλων ως ικανών να παριστάνουν τους θάμνους προκειμένου να επωφεληθούν, συμπυκνώνεται στην πρόσφατη φράση του υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη για την ιδιωτική εκπαίδευση: «Σήμερα ο σχολάρχης απολύει όποτε θέλει, όποιον θέλει (…) αυτό δεν μπορεί να διαμορφώσει ένα σχολικό ήθος και μια εκπαιδευτική αντίληψη. Αν ο σύλλογος καθηγητών λειτουργεί υπό το κράτος εκβιασμών, πιέσεων ή και απολύσεων δεν μπορεί να εγγυηθεί την αξιοπιστία των τίτλων σπουδών».

Σύμφωνα λοιπόν με τον υπουργό, αν αφήσουμε τον ιδιώτη να δίνει τίτλο σπουδών στον μαθητή, τότε θα γεμίσουμε με πλαστά απολυτήρια, τα οποία θα χορηγούν, υπό την απειλή του εργοδότη τους, οι εργαζόμενοι καθηγητές.  Μόνο αν το κράτος παρέμβει και, μονιμοποιώντας τον εκπαιδευτικό, απεξαρτήσει τη θέση του από την κρίση του εργοδότη του, η διαδικασία θα είναι αδιάβλητη! Ο κ. Φίλης θεωρεί ότι εκείνος που ανοίγει ιδιωτικό εκπαιδευτήριο στην Ελλάδα είναι εξ ορισμού επιρρεπής στη διαφθορά και μόνο το κράτος μπορεί να προστατέψει τον υπάλληλο από το να γίνει συνεργός του. Ο υπουργός δεν μας εξηγεί όμως, γιατί δημόσιοι υπάλληλοι, χωρίς να απειλείται η θέση τους από τους προϊσταμένους τους, χορηγούσαν πλαστά επιδόματα. Εκεί, ποιος και πώς θα «εγγυηθεί την αξιοπιστία» των παρεχόμενων πιστοποιητικών;

Εκείνος που επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα, συνδέοντας την αξιοπιστία της προσφερόμενης υπηρεσίας με τη μονιμότητα, αλλά από άλλη σκοπιά, ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2014. Η προσέγγιση του όμως δεν ήταν επί της αρχής πολύ διαφορετική από αυτή του κ. Φίλη. Όπως ακριβώς ο σημερινός υπουργός είναι βέβαιος ότι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν θα κάνουν σωστά τη δουλειά τους αν δεν μονιμοποιηθούν, έτσι και ο τότε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, έφερε νόμο που προεξοφλούσε ότι σε κάθε αξιολόγηση, το 15% περίπου των δημοσίων υπαλλήλων θα κρινόταν έτσι κι αλλιώς ακατάλληλοι. Το σκεπτικό του σημερινού αρχηγού της ΝΔ το συναισθανόμαστε και κατανοούμε όλοι. Φοβήθηκε ότι κανείς αξιολογητής στο δημόσιο δεν θα έκανε σωστά τη δουλειά του. Δεν θα αναλάμβανε δηλαδή την ευθύνη της πραγματικής αξιολόγησης συναδέλφων, και επομένως όλοι θα εξακολουθούσαν να κρίνονται ως επαρκείς στο διηνεκές. Άρα, έρχεται και πάλι το κράτος, να απεξαρτήσει τη θέση, αυτή τη φορά του δημοσίου υπαλλήλου από την κρίση του προϊσταμένου του, αίροντας ουσιαστικά τη μονιμότητα.

Και οι δύο προσεγγίσεις φανερώνουν τη βαθιά εδραιωμένη καχυποψία όλων απέναντι στον διπλανό μας. Αυτός είναι ο πραγματικός, μεγάλος διχασμός μέσα στην ελληνική κοινωνία, με μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση από το διχασμό που έφερε στην επιφάνεια η κρίση και ενίσχυσε ο λαϊκισμός. Η βαθιά ριζωμένη αντίληψη μας ότι ο άλλος είναι διαρκώς έτοιμος να μας την φέρει, φανερώνει το βάθος του ελληνικού προβλήματος και τη δυσκολία των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες διαρκώς συζητάμε.