Τα δεινά της υπερ- πτυχιοποίησης

Παναγής Παναγιωτόπουλος 24 Ιαν 2020

Μπορεί να είναι σε έναν βαθμό εύλογες οι ανησυχίες για το τι σημαίνει αυτό που θα ονομάζα "αυτόματη ισοτιμία των πτυχίων κολεγίων" αλλά είναι κάπως αργά πλέον.

Πρόκειται για μια φυσική εξέλιξη μετά από δεκαετίες στις οποίες σπρώχναμε το πρόβλημα κάθε φορά λίγο παρακάτω, χωρίς να το αντιμετωπίζουμε. Το κράτος τώρα τακοποιεί την ουσιώδη απορρυθμιση που έχει επέλθει και που καλλιεργείται από το ίδιο και την ιδεολογία του επί μακρόν. Κάποιος κάποια στιγμή θα το έκανε.

Η φρενήρης κοινωνική επιθυμία για απόκτηση τίτλων σπουδών και η γενική πτυχιοποίηση όπως εξελίχθηκε ο μαζικός εκδημοκρατισμός των σπουδών από τη δεκαετία του 80 και μετά - περά από τις γνωστικές τους επιπτώσεις- διέλυσαν τα παλιά προνόμια του άτυπου σώματος των "αποφοίτων πανεπιστημίου".

Όταν η φοίτηση στα ΤΕΙ έγινε τετραετής, όταν το 2000 άνοιξαν 50 τμήματα ΑΕΙ με τα ΕΠΕΑΕΚ, όταν τα ΤΕΙ έγιναν ΑΤΕΙ, όταν τα κολέγια συνέχισαν να αναπτύσσονται και να δίνουν τίτλους σπουδών αναγνωρισμένους στην ΕΕ, όταν πολλαπλασιάστηκαν κάθε λογής μεταπτυχιακά, όταν δίνονται κάθε χρόνο πάνω από 1000 διδακτορικά, όταν η φροντιστηριακή εκπάιδευση κοστίζει στην ελληνική οικογένεια παραπάνω από το ποσοστό των φόρων της που πάει στον προυπολογισμό της παιδείας, όταν τα κυπριακά Ιδρύματα υποδέχονται - επ αμοιβή- τους αποφοίτους μας συγκεκριμένων σχολών ανανγνωρίζοντας πλήθος μαθημάτων από το εδώ πρώτο τους πτυχίο και προσφέροντας τους σχετικά άκοπα και γρήγορα τον πολυπόθητο τίτλο , όταν ιδρύθηκε το ΕΑΠ και από ένα πανεπιστήμιο δέυτερης ευκαιρίας πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε ένα κλασσικό επί της ουσίας ΑΕΙ, όταν επί δεκαετίες το ΔΙΚΑΤΣΑ αναγνώριζε ποικιλία τίτλωντης αλλοδαπής ενίοτε από εξωτικές χώρες, όταν ταυτόχρονα δεν υπήρχαν δομές αξιολόγησης της λειτουργίας των δικών μας ΑΕΙ, όταν τέλος καταργήθηκαν σχεδόν νύχτα τα ΤΕΙ για να γίνουν συμβατικότατα ΑΕΙ, τότε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις - που δεν είναι ίδιες φυσικά αλλά που εμπίπτουν στον κανόνα της δημοκρατικής πληθωριστικής πτυχιοποίησης, το μόνο που κάναμε ήταν να ορκιζόμαστε στην "δημόσια και δωρεαν παιδεία" (και επί της αρχής καλά κάναμε) ενώ μέγιστος βελζεβούλ θα ήταν η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Σήμερα, ξανα λέω, είναι αργά για ρύθμιση και για αντίσταση στην φυσιολογική εξομάλυνση που φέρνει ο νόμος. Και δεν ψέγω τους καλούς συναδέλφους των τμημάτων που εκδίδουν ανακοινώσεις διαφωνίας με τον νόμο αλλά πραγματικά δεν έχει νόημα να αποκλείεται πλέον κανείς από το ισότιμο δικάιωμα να μετέχει σε αυτή την έτσι και αλλιώς συρρικνωμένη και στρεβλή αγορά εργασίας.

Ας απαιτήσουμε όλοι μαζί σοβαρούς και απαιτητικούς διαγωνισμούς στο δημόσιο - στους οποίους και εγώ πιστευω ότι οι απόφοιτοι των παραδοσιακών πανεπιστημίων θα έχουν ουσιαστικόπλεονέκτημα- και ας κάνουν οι επαγγελματικές ενώσεις ή όποιοι φορείς δίνουν άδειες ασκήσεως επαγγελματος και αυτοί απαιτητικές εξετάσεις.

Τέλος, η ιδέα και μόνον, που για πρώτη φορά εισάγεται με τον επίμαχο νόμο του υπουργείου παιδείας η εύρεση εργασίας των αποφοιτων στα κριτήρια αξιολόγησης και χρηματοδότησης των τμημάτων είναι προυπόθεση για κάθε δημοκρατική ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης. Αντιγράφω από την ομιλία του ΠΘ με την ελπίδα ότι το συγκεκριμένο σημείο δεν θα μείνει κενό γράμμα: "Έτσι, τα κονδύλια του κρατικού Προϋπολογισμού δεν θα διατίθενται, πλέον, με βάση τα σχέδια των Υπουργών, τις παρεμβάσεις βουλευτών ή διαφόρων ομάδων πίεσης. Αλλά με όρους επιδόσεων στη μόρφωση και στον καθημερινό πολιτισμό που θα διαμορφώνεται μέσα από τις σχολές. Και το σύνολο των ιδρυμάτων θα βαθμολογείται μέσω μιας διευρυμένης βεντάλιας κριτηρίων: Από το διεθνές επιστημονικό τους αποτύπωμα, από την απορρόφηση των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας, μέχρι το σεβασμό στην ισότητα των φύλων, την παροχή προσβασιμότητας σε άτομα με ειδικές ανάγκες στην καθημερινή τους λειτουργία. Όπως συμβαίνει, δηλαδή, σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Προσοχή, όμως: Το Κράτος εξακολουθεί να εγγυάται τη βιωσιμότητα των σχολών: H ετήσια επιχορήγηση θα καταρτίζεται κατά 80% βάσει αντικειμενικών δεδομένων, αριθμός φοιτητών, κόστος σπουδών, γεωγραφική θέση του κάθε ιδρύματος. Όμως, σε ποσοστό 20% θα καθορίζεται από δείκτες, που θα επιλέγουν τα ίδια: ποιότητα διδασκαλίας, πρωτοτυπία της επιστημονικής έρευνας, δυναμική εξωστρέφεια. Όλα αυτά θα αποτελούν, ένα κίνητρο για μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση."