Tα δάνεια της χώρας δεν παραγράφονται… Μην ξεχνιόμαστε…

Κώστας Χλωμούδης 19 Δεκ 2020

Το χρέος μιας χώρας, είναι η μόνη κατηγορία χρέους στην οικονομική ιστορία, μέχρι στιγμής, χωρίς μηχανισμό πτώχευσης.

Γνωρίζουμε και υπάρχουν διαδικασίες ανά κράτος, για άτομα και εταιρείες, με τις οποίες μπορούν να κηρύξουν πτώχευση. Αντίστοιχες διαδικασίες αποδεκτές από τη διεθνή κοινότητα για μια χώρα δεν υπάρχουν.

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με τα όρια και τις αντιφάσεις ενός αναπτυξιακού υποδείγματος που ήδη είχε πυροδοτήσει την ενδογενή πλευρά της οικονομικής κρίσης της περιόδου 2008-2009, η οποία και οδήγησε τη χώρα στην περιπέτεια των μνημονίων, την απαξίωση μεγάλου μέρους του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, την καταστροφική και παρατεταμένη λιτότητα και τελικά την ισχνή ανάκαμψη μετά το 2017. Αντιφάσεις και όρια τα οποία σε πολύ μικρό βαθμό διόρθωσαν οι «μεταρρυθμίσεις» που ορίστηκαν ως προαπαιτούμενα των αλλεπάλληλων δανειακών δόσεων (μνημόνια).

Άλλωστε, το ίδιο το γεγονός ότι η χώρα μπήκε στα μνημόνια επειδή αντιμετώπιζε κρίση χρέους και βγήκε από αυτά ακόμη πιο υπερχρεωμένη,  υπήρξε ενδεικτικό μιας θεραπείας που κατέληξε να συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος από τα αρχικά «παθολογικά» συμπτώματα (έστω και με τη φαινομενική «ασφάλεια» ότι μεγάλο μέρος του χρέους αφορά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα κράτη-μέλη).

Η δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν χρειάζεται κανείς να τεκμηριώσει ιδιαίτερα. Αποτελεί μάλλον ένα βίωμα, σχεδόν καθολικό και άμεσο, για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.

Και προφανώς αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να αποδοθεί ιδιαιτέρως και μόνον στην πανδημία, έστω και εάν είναι, τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό, αυτά που έχουν πυροδοτήσει μια χωρίς προηγούμενο καταβύθιση της ελληνικής οικονομίας, που ήδη αποτυπώνεται στη ρητή παραδοχή για διψήφια υποχώρηση του ΑΕΠ για το 2020.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η παρούσα φάση χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας από την ΕΕ δεν θα κρατήσει επ? άπειρον. Στην ουσία σήμερα παίρνει η χώρα απλώς μια μετάθεση χρόνου στην εξυπηρέτηση του χρέους της, αφήνοντας περιθώρια για πρόσθετο δανεισμό, φάση όπου θα κρατήσει μέχρι το πολύ μεταξύ το 2022 και του 2024, από όπου και μετά θα ενταθούν πάλι οι πιέσεις για ένα μεγάλο μέρος του πρόσθετου χρέους.

Η χώρα μας, ως οφειλέτης, θα πρέπει να αντισταθμίσει τη διαφορά με μεγαλύτερες αποπληρωμές και ίσως χρειαστεί να δανεισθεί περισσότερα για να εξυπηρετήσουν το χρέος της, εκτός από οποιοδήποτε άλλο χρέος που θα έχει αναληφθεί στη παρούσα φάση κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού.

Απαιτείται λοιπόν ένα πλαίσιο εθνικής συμφωνίας που να δημιουργεί ιδέες για την ύπαρξη "χώρου για διαπραγματεύσεις", ούτως ώστε να εξασφαλισθεί εκ των προτέρων και πριν βρεθούμε στην μέγγενη των ασφυκτικών πιέσεων, μια βιώσιμη συμφωνία για την αναδιάρθρωση και διαχείριση του ελληνικού χρέους. 

Στη συμφωνία αυτή θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι βασικές Επιχειρησιακές Οδηγίες για τη Βιώσιμη Χρηματοδότηση, έτσι ώστε τεκμηριωθεί η προώθηση της υπεύθυνης πίστωσης και του υπεύθυνου δανεισμού, παράλληλα με την ομαλή, πολυμερή αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας.

Με αυτό τον τρόπο θα υποστηριχθεί η διαφάνεια του χρέους και θα παραχθεί ταυτόχρονα από τους πιστωτές μας, η απαραίτητη τεχνική βοήθεια, έτσι ώστε το Ελληνικό κράτος να μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα διαχείρισης του χρέους του πριν βρεθεί ΞΑΝΑ σε κίνδυνο.