—μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία της Μαρίκας Τσεβά—
Έπαιζα ήδη τρεις ώρες και ήμουν περίπου στα λεφτά μου. Από τα τρία χιλιάρικα της αρχής, είχα μπροστά μου τρία εκατό. Έτσι όμως δεν έκανα δουλειά. Ο στόχος μου ήταν να τα δεκαπλασιάσω γιατί τόσα χρωστάω από δω κι από κει: τριάντα. Αλλά η νύχτα ήταν ακόμα νέα.
Το παιχνίδι γινόταν σε φιλικό σπίτι. Φιλικό όχι προς εμένα – δεν τους ήξερα τους ανθρώπους. Φίλος φίλων με κάλεσε και πήγα. «Θα γίνει χοντρό παιχνίδι», μου είχε πει, «να έρθεις αποφασισμένη – και φορτωμένη». Πήρα λοιπόν μισθό συν δώρο και πήγα. Για να λύσω το πρόβλημά μου. Και για να τηρήσω το έθιμο – αυτό κυρίως!
Παραμονή πρωτοχρονιάς, παραδοσιακά. Το ξένο σπίτι είχε μετατραπεί σε λέσχη. Είχαν στηθεί τρία τραπέζια: Texas hold ’em, πόκα και 21. Διάλεξα το πρώτο γιατί είχα παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια στο YouTube. Νόμιζα πως ήξερα. Και όντως ήξερα· τους κανόνες. Για τα υπόλοιπα θα φρόντιζε η ζωή.
Στο τραπέζι μου ήμασταν οχτώ άτομα. Όλοι είχαμε ξεκινήσει με τρία χιλιάρικα, πράγμα που σήμαινε ότι ο νικητής (αν έκλεινε ο κύκλος) θα έφευγε με εικοσιτέσσερα. Μείον 10% η γκανιότα – για τα έξοδα, τάχαμου (είπαμε: λέσχη κανονική), 21.600. Καθαρό κέρδος, 18.600. Το ποσό μού έκανε, ήταν κοντά στον στόχο μου. (Αν κέρδιζα· αν έχανα, που ήταν και το πιθανότερο, θα γινόμουν ο στόχος μου.)
Η συνέχεια στο dimartblog.com