Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του Τύπου τους στοχασμούς του», λέει το Σύνταγμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να πάρει ένα σπρέι για να διαδώσει τους στοχασμούς του στον τοίχο κάποιου άλλου. Η ελευθερία έκφρασης του ενός δεν σημαίνει υποχρέωση του άλλου να δεχθεί τη ζημιά σπίτι του, ακόμη κι αν το τοιχογραφημένο σύνθημα είναι η μεγαλύτερη σοφία του κόσμου. Δόξα τη τεχνολογία, υπάρχουν πολλά μέσα να εκφραστούμε· είτε διά του Τύπου είτε διά του Διαδικτύου.
Η ελευθερία έκφρασης επίσης περιορίζεται στον λόγο. Δεν περιλαμβάνει γιαουρτώματα ή άλλες πράξεις χαμηλής βίας. Αν κυριαρχούσε η λογική της «συμβολικής βίας» θα μπορούσαν οι αστυνομικοί να ρίχνουν, αναιτίως, δύο σφαίρες στον αέρα έτσι για να συμβολίσουν το μονοπώλιο της βίας που έχει το κράτος. Θα μπορούσαν επίσης να ψεκάζουν και περαστικούς στον δρόμο για τον ίδιο λόγο. Το οξύμωρο της «συμβολικής βίας» είναι μια νεόκοπη αριστερή ανοησία που στόχο έχει να δικαιολογήσει χουλιγκανισμούς, που μάλιστα διαπράττονται όλο και περισσότερο από ακροδεξιούς.
Το δικαίωμα στη διαδήλωση περιορίζεται επίσης χωροταξικά. Τα όρια, φυσικά, είναι εξαιρετικά ασαφή και ορίζονται αυθαίρετα από τις δυνάμεις ασφαλείας. Σε μια δημοκρατία, όμως, τα όρια αμφισβητούνται με δημοκρατικό τρόπο· δεν μπορεί να μπουκάρει κάποιος π. χ. στο Μέγαρο Μαξίμου (δημόσια περιουσία είναι κι αυτή) για να διαμαρτυρηθεί ενώπιον του πρωθυπουργού για κυβερνητικές αποφάσεις. Αν μπουκάρει -ασκώντας το δημοκρατικό επίσης δικαίωμα στη δημόσια ανυπακοή- πρέπει να έχει και τη λεβεντιά να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του νόμου και όχι να κλαυθμυρίζει περί «καταστολής» και «ποινικοποίησης των αγώνων». Θα πρέπει να πάει στο δικαστήριο και να επιχειρηματολογήσει για το «δικαίωμα των πολιτών» να μπουκάρουν ό, τι ώρα γουστάρουν στο Μαξίμου για να τα ψάλλουν στον πρωθυπουργό. Η πλειοψηφία μπορεί να ενστερνιστεί τις απόψεις του και να αλλάξει αυτός ο περιοριστικός νόμος.
Ασχέτως αν ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας ανατράπηκε ακόμη και στους πεζόδρομους (θρηνώντας, μάλιστα, θύματα) οι νόμοι δεν ανατρέπονται στους δρόμους. Αλλάζουν στο Κοινοβούλιο και στα δικαστήρια. Στους δρόμους γίνεται μόνο η διαμαρτυρία. Η παραβίαση ενός νόμου (έστω «συμβολικά») πρέπει να έχει την προβλεπόμενη από τον νόμο τιμωρία. Ετσι, όσοι θεωρούν ότι ο νόμος για τα ΑΕΙ είναι «άδικος», «καπιταλιστικός» κ. λπ. μπορούν να διαμαρτύρονται αλλά όχι να παρεμποδίζουν τις εκλογές στα πανεπιστήμια. Αν, πέραν των πανό και των συνθημάτων, δεν επιτρέπουν με αγκωνιές στους εκλέκτορες να ψηφίσουν πρέπει να τιμωρούνται για άσκηση βίας. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν άλλες ολιγάριθμες ομάδες -αναρχικών, αυτή τη φορά- που πιστεύουν ότι και οι εθνικές εκλογές είναι επιβλαβείς ή έστω κοροϊδία. Θα πρέπει να τους επιτραπεί να παρεμποδίσουν ανενόχλητοι την ψηφοφορία της 6ης Μαΐου;
Εχουμε μπερδέψει τα πάντα σ’ αυτήν τη χώρα. Θεωρούμε μέτρο της δημοκρατίας την ανομία και δικτατορία την τήρηση των νόμων· εξ ου και τα συνθήματα περί «χούντας» που δεν τέλειωσε το… ’73. Αλλά σε μια χώρα που κυρίαρχο ιδεολόγημα έγινε το «όσα περισσότερα ξοδεύεις, τόσο περισσότερα εξοικονομείς» υπάρχει περίπτωση να κυριαρχήσουν τα αυτονόητα της Δημοκρατίας;