Οι αντιδράσεις μετά τον αποκλεισμό από την ελληνική ολυμπιακή αποστολή της αθλήτριας Βούλας Παπαχρήστου από την ΕΟΕ λόγω του ρατσιστικού σχολίου της – και καθόλου αστείου ούτε καν κρύου – φανέρωσαν τα προβλήματα του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας.
Ακούσαμε επιχειρήματα υπέρ της αθλήτριας του τύπου «ελάτε τώρα, ένα αστείο έκανε», «γιατί οι άλλοι που εκμεταλλεύονται τους μαύρους είναι καλύτεροι;» διά στόματος του αρχηγού των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Ακούσαμε και την κομμουνιστική εκδοχή: «Ολα αυτά είναι στημένα, για να αποπροσανατολίσουν τον λαό μας από τα πραγματικά του προβλήματα». Προσωπικώς, ωστόσο, θα σταθώ σε μια ανακοίνωση της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, η οποία προδίδει πόσο δυσκολοχώνευτο φρούτο είναι ο φιλελευθερισμός, ακόμη και από αυτούς που υποτίθεται ότι τον πρεσβεύουν. Στην ανακοίνωσή της, υποστηρίζει πως «στέκεται και θα στέκεται απέναντι στο φαιοκόκκινο μέτωπο της συντήρησης και της ανελευθερίας, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει τις απόψεις του με τέτοιο τρόπο ώστε να μην παραβιάζει την ελευθερία των γύρω του».
Σύμφωνοι. Η φιλελεύθερη εκδοχή των πραγμάτων θεωρεί περιοριστικό να τίθενται στο ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης κρατικά και κομματικά όρια. Αυτό είναι πολύ σωστό. Αλλά αυτός είναι μισός φιλελευθερισμός.
Το 1859, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, στο περίφημο έργο του «Περί ελευθερίας», υποστήριζε πως καμία κυβέρνηση δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στην ατομική ελευθερία κανενός, ακόμη και αν οι προθέσεις της είναι να τον προστατεύσει. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν εφόσον δεν βλάπτουν τους άλλους. Εδώ όμως προκύπτει το πολύ σοβαρό ερώτημα. Πότε οι άνθρωποι βλάπτουν τους συνανθρώπους τους; Εκτός από τις προφανείς πλευρές της σωματικής ή της λεκτικής βίας, πότε μπορούμε να πούμε πως κάποιοι άνθρωποι βλάπτουν κάποιους άλλους;
Εδώ έρχεται να μας βοηθήσει ο άλλος μισός φιλελευθερισμός, αυτός του Καντ. Αυτός δεν διανοείται ούτε κατά το ελάχιστο να θέσει κρατικά όρια στο απεριόριστο της ελευθερίας έκφρασης του ατόμου. Την ίδια όμως στιγμή θέτει το ίδιο το άτομο προ της δικής του ευθύνης έναντι των άλλων ατόμων και του δημόσιου συμφέροντος. Ο Καντ υποστηρίζει, συνεπώς, σθεναρά, πως η ιδέα της ελευθερίας συνδέεται με τις αρχές της ηθικής της ευθύνης έναντι των άλλων. Αυτές οι αρχές στην ορολογία του παίρνουν το όνομα των κατηγορικών προσταγών, ότι «θα πρέπει να ενεργούμε έτσι ώστε η κάθε ενέργειά μας να γίνεται καθολικός νόμος», να μπορεί δηλαδή η κάθε πράξη μας να είναι παράδειγμα και υπόδειγμα υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος, αν και η έκφρασή της θα είναι καθαρά ατομική. Η δε δεύτερη κατηγορική του προσταγή είναι πως πρέπει να μεταχειριζόμαστε τα άλλα άτομα ως σκοπούς της ζωής μας και όχι ως μέσα. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, του ρατσισμού.
Πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι μόνο αυτός που ενεργεί έτσι ώστε να μην προσβάλλει τους συνανθρώπους του. Μόνο όταν κανείς ενεργεί σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή ενεργεί ελεύθερα. Εδώ έχουμε μια προσπάθεια θεμελίωσης της έννοιας της ελευθερίας πάνω στην ηθική του ατόμου. Αυτή η ηθική του ατόμου είναι ο υπόλοιπος μισός φιλελευθερισμός.
Ο ρατσισμός, οι ιδεολογίες του μίσους, τα διχαστικά σχόλια επομένως είναι ελεύθερα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως θα θέλαμε και την Ελλάδα; Ναι, είναι ελεύθερα, από πλευράς των όποιων κρατικών ορίων. Δεν είναι ελεύθερα όμως από την πλευρά της υπέρτατης αξίας του φιλελευθερισμού, από την πλευρά του ίδιου του ηθικά υπεύθυνου ατόμου. Υπάρχουν πάντα, βλέπετε, ηθικά όρια στο ανεξέλεγκτο μίσος που εκφράζουν ο ρατσισμός, η ναζιστική Χρυσή Αυγή και οι συνωμοσιολογούντες Ελληνες.
Τα όρια στην ελευθερία έκφρασης της γνώμης προκύπτουν από τη θέση και τον ρόλο του κάθε ατόμου ξεχωριστά, από το κατά πόσο δηλαδή η θέση του μπορεί να γίνει εφαλτήριο αρνητικού καθολικού κανόνα, όπως είναι ο ρατσισμός. Το τουίτ της αθλήτριας ήταν μακριά από τις αρχές που υποτίθεται πως (ακόμη) εκπροσωπούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά και η ηθική του ελεύθερου ατόμου, γι? αυτό και δίκαια αποκλείστηκε. Mάλλον κάπως έτσι θα σκέφτηκαν και στη Γερμανική Ολυμπιακή Επιτροπή, όταν αποφάσισαν να αποκλείσουν την αθλήτρια Νάντια Ντριγκάλα λόγω των νεοναζιστικών της απόψεων.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ
.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 6/8/2012