«Χρωματιστοί» και «χρωματισμένοι» γεωργικοί ελκυστήρες παραμένουν σε κόμβους του εθνικού δικτύου ενώ οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας των αγροτών εξαπλώνονται. Η μεγάλη διασπορά, σε όλη τη χώρα, υποδηλώνει ότι οι αγρότες αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν τον αγροτικό τομέα, όπως αυτοί τα εκλαμβάνουν, ως προβλήματα κοινά για όλους. Στη σύντομη αυτή αναφορά γίνεται μια επιλεκτική καταγραφή επίκαιρων ζητημάτων που σχετίζονται με τον χαρακτήρα των αιτημάτων των αγροτών και με τις κυβερνητικές απαντήσεις. Δεν επιχειρείται ολοκληρωμένη εξέταση του αγροτικού ζητήματος της χώρας.
Ένα μέγεθος, που εκφράζει, κατά προσέγγιση, την ευημερία των αγροτικών νοικοκυριών είναι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του κατά κεφαλή εισοδήματος που προέρχεται από τη γεωργική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, για το 2012, το μέσο κατά κεφαλή γεωργικό εισόδημα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε κατά 1,0% μετά από μια αύξηση για το 2011 ίση με 7,1 %. Αντίθετα, το γεωργικό εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε το 2012 κατά 2,0%. Η μείωση αυτή ακολούθησε μια πολύ μεγαλύτερη μείωση που παρατηρήθηκε το 2011 και που ήταν ίση με 5,6%. Στο διάστημα μεταξύ του 2005 και του 2012 το κατά κεφαλή γεωργικό εισόδημα στην Ευρώπη των 27 αυξήθηκε κατά 29,7% ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε μόνο κατά 3,2%. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, υπήρξαν χώρες που το γεωργικό εισόδημα παρουσίασε μεγάλη αύξηση (Εσθονία 109,8%) και χώρες που το γεωργικό εισόδημα είχε σημαντικές απώλειες (Λουξεμβούργο -23,3%, Μάλτα -25,1%, Ιταλία -6,1%, Κύπρος -5,9%). Οι λόγοι τόσο για τις αυξήσεις όσο και για τις μειώσεις του εισοδήματος είναι πολλοί και διαφορετικοί σε κάθε κράτος μέλος.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους οι αγρότες που διαδηλώνουν προβάλλουν μια σειρά από αιτήματα όπως είναι: ο ορισμός του αφορολόγητου οικογενειακού αγροτικού εισοδήματος στο ύψος των 40.000 ευρώ, η κατάργηση της φορολόγησης των κερδών με 13% από το πρώτο ευρώ, άτοκα δάνεια με περίοδο χάρητος για αγρότες με χαμηλά εισοδήματα, το «πάγωμα» πληρωμής των οφειλών στις τράπεζες, η επιδότηση του πετρελαίου για γεωργική χρήση, η επιδότηση των ζωοτροφών, η εξαίρεση των αγροτών από την αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση από τα 65 στα 67 έτη και διάφορα επί μέρους αιτήματα ειδικού χαρακτήρα για παραγωγούς συγκεκριμένων προϊόντων.
Σε όλες τις χώρες, αναπτυγμένες και μη, οι κυβερνήσεις, ανάλογα με τους στόχους τους και τις δυνατότητές τους, παρεμβαίνουν στις αγορές των προϊόντων και εφαρμόζουν πολιτικές που επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, τα αγροτικά εισοδήματα και την απασχόληση. Σχεδόν το σύνολο των μέτρων που εφαρμόζονται στην Ελλάδα απορρέουν από την κοινή πολιτική για την γεωργία και την ύπαιθρο, όπως αυτή ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν περιθώρια άσκησης εθνικής πολιτικής στη γεωργία; Υπάρχουν αλλά είναι πολύ στενά και υπάγονται σε αυστηρούς κανόνες. Ελάχιστα είναι τα πεδία που ένα κράτος μέλος μπορεί να ασκήσει την πολιτική που κρίνει σκόπιμη. Ένα τέτοιο πεδίο είναι η φορολόγηση των αγροτών.
Η άνιση διανομή του εισοδήματος και τα χαμηλά εισοδήματα που χαρακτηρίζουν ένα μεγάλο αριθμό πολιτών της ελληνικής υπαίθρου, είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη χάραξη πολιτικής και να οδηγεί στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπισή της. Χρειάζεται όμως προσοχή! Συνήθως, για την αιτιολόγηση των πολιτικών και των δαπανών που αυτές συνεπάγονται, γίνεται επίκληση των αναγκών των μικρών παραγωγών. Παραδόξως όμως, αυτοί που επωφελούνται είναι οι μεγάλοι παραγωγοί. Ενώ οι κυβερνήσεις συνηθίζουν να ισχυρίζονται ότι οι πολιτικές τους αναδιανέμουν εισόδημα υπέρ των ασθενέστερων το καθαρό αποτέλεσμα μπορεί να είναι ακριβώς το αντίθετο. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό αν επιχειρηθεί κάποια απάντηση στο ερώτημα: Ποιος επωφελείται από μια επιδότηση ανά μονάδα βάρους του παραγόμενου προϊόντος; Αυτός που παράγει ένα τόνο ή αυτός που παράγει δύο χιλιάδες τόνους; Το ίδιο συμβαίνει και με το μέτρο της επιδότησης των μέσων παραγωγής. Ποιος έχει συμφέρον να πιέζει για μια επιδότηση στα υγρά καύσιμα που προορίζονται για αγροτική χρήση; Αυτός που χρησιμοποιεί διακόσια λίτρα το χρόνο ή αυτός που καταναλώνει ένα βυτίο; Οι απαντήσεις είναι προφανείς!
Η εφαρμογή ενός οποιουδήποτε μέτρου αγροτικής πολιτικής δεν έχει μόνο επιδιωκόμενες και επιθυμητές, ή μη, αναδιανεμητικές του εισοδήματος επιδράσεις. Το μέγεθος και ο χαρακτήρας κινήτρων και αντικινήτρων, επιδοτήσεων και επιβαρύνσεων αντίστοιχα, επηρεάζουν τις αποφάσεις των παραγωγών, αποφάσεις που έχουν σχέση με την κατανομή της εργασίας και των άλλων πόρων στη γεωργία. Προσδιορίζει το ύψος και το είδος της παραγωγής, τη γεωγραφική της κατανομή, τη σύνθεση των εφοδίων που χρησιμοποιούν οι αγρότες, το ρυθμό παύσης της γεωργικής δραστηριότητας και εξόδου από τη γεωργία αλλά και το ρυθμό εισόδου και εγκατάστασης των νέων. Γενικά ο χαρακτήρας της αγροτικής πολιτικής επιδρά, θετικά ή αρνητικά, στην απασχόληση και στην ανάπτυξη.
Καμιά πολιτική στη γεωργία δεν είναι τέλεια. Ιδιαίτερα η κοινή αγροτική πολιτική έχει κατακριθεί από τους οικονομολόγους ως πολιτική που συμβάλλει στη μη ορθολογική κατανομή των πόρων και ως πολιτική που αναδιανέμει άνισα το εισόδημα. Η κυβέρνηση, για άλλη μια φορά υπό την πίεση των εξεγερμένων αγροτών, καλείται να δώσει απαντήσεις υιοθετώντας ή απορρίπτοντας αιτήματα για μέτρα πολιτικής. Το κάνει ήδη, χωρίς να έχει ως βάση την ευρεία γνώση για τη διάρθρωση της συνολικής οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτή η γνώση, ενώ υπάρχει, δεν είναι απλό να γίνει διαθέσιμη και να αξιοποιηθεί, ιδιαίτερα όταν δεν εκτιμάται ή όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται αποσπασματικά και άτακτα. Παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα που προσφέρονται για την κατανόηση της πολυπλοκότητας των θεμάτων:
Με στόχο την αύξηση των εσόδων η κυβέρνηση προσφεύγει στην άμεση φορολόγηση του γεωργικού εισοδήματος, μέτρο που αντιστοιχεί στην απ’ ευθείας φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής. Όταν η φορολόγηση είναι σημαντική και τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών είναι μικρά το μέτρο οδηγεί σε συρρίκνωση της προσφοράς. Όμως ένα άλλο αλλά ομολογουμένως παρεμφερές μέτρο όπως είναι η φορολόγηση της γεωργικής γης που δεν συνδέεται άμεσα με το γεωργικό εισόδημα και με το ύψος και το είδος της παραγωγής ίσως είναι προτιμότερο. Δεν επηρεάζει τις αποφάσεις των παραγωγών στον ίδιο βαθμό που τις επηρεάζει η άμεσα συνδεδεμένη με την παραγωγή φορολόγηση. Εννοείται ότι ο προσδιορισμός του κατάλληλου ύψους αυτού του κατ’ αποκοπή φόρου για κάθε περίπτωση, δεν είναι θέμα απλό.
Μια πολυσυζητημένη κατηγορία μέτρων πολιτικής, μη συμβατών με την κοινή πολιτική, είναι η επιδότηση ενός ή περισσοτέρων μέσων παραγωγής όπως είναι τα υγρά καύσιμα ή το ηλεκτρικό ρεύμα που προορίζονται για αγροτική χρήση. Πρόκειται για προσφιλές και πάγιο αίτημα των αγροτών που ταυτίζεται με την απαίτηση για (τεχνητή) «μείωση του κόστους παραγωγής». Το μέτρο, ανεξάρτητα από τις παρενέργειές του για τις οποίες γίνεται μια σύντομη αναφορά στη συνέχεια, ισοδυναμεί με μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Επομένως, αντί της εφαρμογής, με μεγάλο διοικητικό κόστος, αλληλοαναιρούμενων μέτρων, φορολόγησης και επιδότησης παράλληλα, θα ήταν πιο αποτελεσματική μια απλή πολιτική μετριασμού της φορολογικής επιβάρυνσης και μόνο, σε όποιο βαθμό και σε όποιες περιπτώσεις κριθεί σκόπιμο.
Η εφαρμογή, παράλληλα, του μέτρου της επιδότησης των μέσων παραγωγής μαζί με αυτό της άμεσης φορολόγησης του εισοδήματος δε συνιστά μόνο αναποτελεσματική πολιτική αλλά προκαλεί και στρεβλώσεις. Η επιδότηση οδηγεί στην μεροληπτική επιλογή και προτίμηση του επιδοτούμενου μέσου παραγωγής σε βάρος του μη επιδοτούμενου ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί πιέσεις για την παραπέρα αύξηση της άμεσης φορολόγησης με στόχο την συγκέντρωση των απαραίτητων πόρων.
Είναι προφανές ότι ο παραπάνω επιλεκτικός και μονομερής σχολιασμός του τρόπου ικανοποίησης αιτημάτων των αγροτών δεν αγγίζει τον πυρήνα του αγροτικού ζητήματος της χώρας. Άλλωστε, όταν από τις αρχές του Μαρτίου οι αγρότες θα πάνε στα χωράφια η συζήτηση αυτή θα τείνει να εξαφανισθεί όπως γίνεται κάθε φορά. Όμως, αν το …. «χρωματιστό» εκτοπίσει το …….. «χρωματισμένο» …… μπορεί να έχουμε την αρχή μιας ουσιαστικής συζήτησης για το υπαρκτό και σοβαρό αγροτικό μας ζήτημα.