Η βασική συνθηματολογία της «άκρας Δεξιάς» στρέφεται συνήθως στην αναγκαιότητα της υποκατάστασης της «ανίκανης» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από ένα ισχυρό κράτος, στην κινητοποίηση της κοινωνίας γύρω από ένα συσπειρωτικό πρόσταγμα, στον τερματισμό της «παρακμής» και των «αναπηριών» του κοινωνικού μας συστήματος, στην απόρριψη του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου, στην εξιδανίκευση του «έθνους» και της «πατρίδας» κτλ.
Μεθοδολογικά ο εθνικολαϊκιστικός λόγος προβαίνει σε «πλύσεις εγκεφάλου» των λαών με δαιμονοποιήσεις της «μετανάστευσης», με την προβολή μιας ακραίας εκδοχής της εθνικής ταυτότητας, με την εξύμνηση του «λαού» και την παράλληλη κριτική των ελίτ και με την έμμεση (ή και την άμεση) απόρριψη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το εμφανές κίνητρο για να οδηγηθούν οι πολίτες σε «ακρολαϊκιστικές» επιλογές αποτελεί, αναμφισβήτητα, η συνολική δυσφορία τους απέναντι στα ζητήματα της μετανάστευσης και της ανασφάλειας, τα οποία ωστόσο δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου. Το βασικό κίνητρο, ωστόσο, το οποίο εξωθεί τους πολίτες στην ένταξή τους σε ακραία πολιτικά σχήματα είναι η ανάδυση μιας «δυαδικής κοινωνίας», στους κόλπους της οποίας συνυπάρχει μια πλειάδα ατόμων, όπου μερικοί βολεύονται στο σύστημα, το οποίο τους προσφέρει ένα ελάχιστο ευμάρειας, αλλά οι περισσότεροι είναι αποκλεισμένοι, άνεργοι, ελάχιστα ειδικευμένοι, που απασχολούνται πρόσκαιρα και αμείβονται ισχνότατα! Σε αυτήν ακριβώς τη δεύτερη κατηγορία ο εθνικολαϊκισμός στρατολογεί μεγάλο τμήμα της εκλογικής βάσης του. Δεν πρέπει, συνεπώς, να εκπλησσόμαστε βλέποντας εργάτες και προλεταριοποιημένους πολίτες, που άλλοτε καταλάμβαναν κεντρική θέση στον αριστερό χώρο, να αισθάνονται στον σημερινό κόσμο περιθωριοποιημένοι και να ψηφίζουν μαζικά υπέρ του κόμματος της «άκρας Δεξιάς»! Γιατί τα κόμματα αυτά, με ιδιαίτερη επιτηδειότητα, εκμεταλλεύονται τις δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και προσφέρουν στους απελπισμένους πολίτες «φρούδες ελπίδες» και «ψεύτικους παραδείσους». Ετσι, άλλωστε, γεννήθηκαν και οι πάσης φύσεως φασισμοί του Μεσοπολέμου και οι εθνικισμοί της καλούμενης «ριζοσπαστικής Δεξιάς».
Είναι αλήθεια πως τα άτομα σήμερα έχουν στερηθεί βασικών ιδεολογικών αφετηριών και αρχών που στο παρελθόν χρησίμευαν ως κεντρικές αναφορές προσδιορισμού της κοινωνικής τους ταυτότητας (όπως π.χ. η τάξη, η πολιτική ιδεολογία, η οικογένεια κτλ.). Σε μια περίοδο, λοιπόν, πολυπολιτισμικής έξαρσης όπως η σημερινή τα προβλήματα που προκαλούνται από τους μετακινούμενους πληθυσμούς (μετανάστευση) γίνονται πιο συγκεκριμένα και πιο ορατά στους πολίτες, με αποτέλεσμα να υπερτιμάται η αξία της ένταξης στο έθνος. Το επόμενο βήμα είναι ο «εθνικισμός» που υποθάλπεται και καλλιεργείται έντεχνα από τον «λαϊκισμό» των ακροδεξιών φορέων. Με αυτόν τον τρόπο εύκολα οι λαοί ευθυγραμμίζονται σε μια απλουστευτική συνθηματολογία που στρέφεται εναντίον του «διεφθαρμένου» παραδοσιακού πολιτικού χώρου, των διάφορων ελίτ (κρατικών, οικονομικών, διανοούμενων κτλ.), της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των «απάτριδων τεχνοκρατών», των ΜΜΕ κτλ. Γιατί όλους αυτούς τους φορείς οι λαϊκιστές της «άκρας Δεξιάς» τους καταγγέλλουν ως τις κύριες αιτίες της διάλυσης του «έθνους» και της παρακμής και τους αντιπαραθέτουν με τις αρετές των «από κάτω», των οποίων κανακεύουν τα πιο ταπεινά τους αισθήματα, με τη ρητορική ότι αυτοί αποτελούν το μοναδικό υγιές, τίμιο και προσηλωμένο στις παραδοσιακές αξίες (οικογένεια, πατρίδα, τάξη, ισχυρό κράτος κτλ.) τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Την κατάσταση της επαναγέννησης του «ακροδεξιού» τερατουργήματος την ευνόησε δραματικά και η μυωπική και ψηφοθηρική στάση της δημοκρατικής «Δεξιάς». Ετσι «δεξιοί» πολιτικοί, αποβλέποντας στην εκλογική τους ενδυνάμωση, ευνοούν προσεγγίσεις με «ακροδεξιές» κοινωνικές «παραφυάδες». Με αυτόν τον τρόπο, όμως, η «φασίζουσα Δεξιά» επαναποκτά υπόσταση, έπειτα μάλιστα από μια μεγάλη περίοδο απόλυτης ανυπαρξίας στη χώρα μας (από την εποχή της αλήστου μνήμης απριλιανής δικτατορίας). Με την ανοχή λοιπόν αλλά και με την έμπρακτη στάση ορισμένων δημοκρατικών «δεξιών» πολιτικών κομμάτων, όταν π.χ. αποφεύγουν να λάβουν αποφασιστικά μέτρα κατά των εξτρεμιστών (όπως στο μεταναστευτικό) ή όταν προβαίνουν σε ρητορικές «θωπείες» προς τον αντικοινοβουλευτικό «ακροδεξιό» πολιτικό χώρο ή όταν εφαρμόζουν στρατηγικές που ταυτίζουν τις ακροδεξιές, αντισυστημικές και ανατρεπτικές στάσεις με τον οξύ μεν αλλά νόμιμο κοινοβουλευτικό λόγο της «Αριστεράς», τότε είναι επόμενο να «νομιμοποιούνται» οι εξτρεμιστικές συμπεριφορές της φασίζουσας «Δεξιάς». Γιατί τη στάση αυτή των δημοκρατικών κομμάτων εύλογα την εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές ρήτορες της «άκρας Δεξιάς» και κατακτούν έτσι ένα μέρος του εκλογικού σώματος.
Η δημοκρατία όμως δεν έχει άλλη επιλογή αν θέλει να επιβιώσει από την εναρμόνιση των πολιτικών της με τις ίδιες τις αξίες της. Δεν θα πρέπει, συνεπώς, να τίθενται σε «αγρανάπαυση» μεγάλες εκτάσεις του κοινωνικού σώματος και να αφήνονται να παρασύρονται από τις σειρήνες του λαϊκισμού. Οι πολίτες, εξάλλου, δεν θα πρέπει ποτέ να νιώθουν εγκαταλειμμένοι από το νόμιμο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, το οποίο οφείλει να δρα χωρίς επικίνδυνα επικοινωνιακά ανοίγματα προς την «Ακροδεξιά» και να ανταποκρίνεται προς την πάγια απαίτηση του λαού για έντιμη ενημέρωση και επικοινωνία. Κυρίως όμως έχει καθήκον να εφαρμόζει πολιτικές στήριξης των μεγάλων κοινωνικών ομάδων που πλήττονται βάναυσα από την κρίση. Διαφορετικά οι «έμποροι ψευδαισθήσεων» θα βιώσουν «ευτυχισμένες μέρες», όπως ακριβώς συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.