Τα αδιέξοδα της πατριδοκάπηλης ρητορείας

Γιώργος Πανταγιάς 19 Οκτ 2020

Τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων της χώρας δεν βρίσκονται στο επίκεντρο της επικαιρότητας σε ήρεμες συνθήκες. Δεν «πουλάνε» - όπως συνηθίζουν να λένε οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Αντιθέτως, όταν προκύπτουν εξελίξεις και δημιουργούνται εντάσεις και αναταράξεις, μονοπωλούν το ενδιαφέρον των κομμάτων και των ΜΜΕ. Γίνονται αντικείμενο οξείας αντιπαράθεσης, με ένθεν κακείθεν κατηγορίες να αλληλοεκτοξεύονται για απεμπόληση εθνικών συμφερόντων ή υποχώρηση έναντι εκείνων που μας επιβουλεύονται.

 

Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι εσωτερικές συγκρούσεις φορτίζονται ιδιαιτέρως, ξεφεύγοντας από τον πυρήνα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε κατά περιόδους. Το πιο δυσάρεστο είναι η προσφιλής μέθοδος κάποιων να αυτοσυστήνονται σαν ένθερμοι πατριώτες, μοιράζοντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς (π.χ. ενδοτικοί) σε όσους προσεγγίζουν διαφορετικά  τα θέματα των  σχέσεών  μας με άλλες χώρες.

 

Έτσι καταλήγουμε ορισμένοι να εκθειάζονται, επειδή δήθεν διαθέτουν πλεόνασμα εθνικής συνείδησης, ενώ άλλοι να ενοχοποιούνται για έλλειμμα. Οι ασκήσεις πατριωτισμού ?διεξάγονται? σε όλο το κομματικό φάσμα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για οριζόντιες γραμμές που διαπερνούν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων. Ανάλογα δε με τη συγκυρία άλλοτε γίνονται πιο διακριτές, άλλοτε εξασθενούν.

 

Το πρόβλημα, προφανώς, δεν είναι  η πλειάδα απόψεων. Ούτε το πώς ερμηνεύει ο καθένας τις γεωπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις. Αλλά αν χρησιμοποιείται η εξωτερική πολιτική για την εξυπηρέτηση κομματικών, μικροπολιτικών, ακόμη και προσωπικών σκοπιμοτήτων. Αναμφίβολα υπάρχουν και ανομολόγητες επιδιώξεις, όσο κι αν μερικοί το αρνούνται. Αρκετοί, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, διπλωμάτες, απόστρατοι, δημοσιογράφοι κ.ά., προσπαθούν να αποκτήσουν και να ενισχύσουν την υπόστασή τους, εκμεταλλευόμενοι ασύστολα τα σημερινά οξυμένα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κάποιοι ωστόσο, εμποτισμένοι από εθνικιστικές εμμονές δεν αντιδρούν τυχαία.

 

Βέβαια, στο μέτωπο αυτό η αντιπολίτευση κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Θεωρώντας πρόσφορο το έδαφος, δεν επικρίνει μόνο με οξείς τόνους τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Κάνει λόγο και για υποχωρήσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, θέλοντας να υπερβούν την πολιτική ασφυξία που βιώνουν, υιοθετούν χωρίς περίσκεψη, σοβαρότητα και υπευθυνότητα ανεπίκαιρα αιτήματα. Αδιαφορούν για το εάν όσα υποστηρίζουν ωφελούν στη συγκεκριμένη στιγμή την Ελλάδα. Ή αν αποτελούν βούτυρο στο ψωμί των αντιπάλων. Αντί να επιδείξουν την απαιτούμενη σύνεση και μετριοπάθεια, πετούν αχρείαστα πυροτεχνήματα. Οι ηγεσίες τους ξεχνούν κάτι πολύ σημαντικό: Η σωστή και εύστοχη διαχείριση των εθνικών συμφερόντων δεν επιτυγχάνεται με επικοινωνιακά φληναφήματα. Ούτε με μαξιμαλισμούς.

 

Το χειρότερο δε είναι ότι με τις διακηρύξεις τους ωθούν  την εξωτερική πολιτική από το πεδίο της διπλωματίας σε εκείνο της στρατικοποίησης. Και ταυτόχρονα υποδαυλίζουν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά της κοινής γνώμης. Κι όλα αυτά την ώρα που ζητούν διαρκώς τη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, έχοντας απώτερο σκοπό τον συγκερασμό διαφορετικών προσεγγίσεων και απόψεων. Φαίνεται πως εσκεμμένα παραβλέπουν τις δυσμενείς επιπτώσεις που είχε η σύγκλησή του πριν από χρόνια στο Μακεδονικό υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

 

Το πόσο επιζήμιος είναι ο μαξιμαλισμός στην εξωτερική πολιτική το διαπιστώσαμε αρκετές φορές. Κορυφαία περίπτωση το Κυπριακό. Οι Ελληνοκύπριοι, υποκύπτοντας στις ακρότητες του Τάσσου Παπαδόπουλου, απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν. Αν το αποδέχονταν, με βάση τα χρονοδιαγράμματα που προέβλεπε, σήμερα δεν θα υπήρχε ούτε ένα Τούρκος στρατιώτης στην Κύπρο. Θα αποχωρούσαν όλοι σταδιακά. Και τα νησί θα είχε επανενωθεί.

 

Το ίδιο συνέβη και πριν από δύο χρόνια στον Κραν Μοντανά, όταν ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, σε σύμπλευση με τον τότε Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, είχαν απαιτήσει «μηδενικές εγγυήσεις μηδενικά στρατεύματα», προκειμένου να αποδεχθούν το Πλαίσιο Γκουτέρες, αρνούμενοι τα οποιαδήποτε χρονοδιαγράμματα. Όπως εύστοχα επισήμανε τότε ο πρώην Πρόεδρος τη Κύπρου Γιώργος Βασιλείου, μηδενικές εγγυήσεις, μηδενικά στρατεύματα χωρίς χρονοδιαγράμματα ισοδυναμούν με μηδενική λύση του Κυπριακού.

 

Αντιθέτως, η επιτυχία της Συμφωνίας του Ελσίνκι το 1999 καταδεικνύει ότι ο επιδιωκόμενος στόχος κατακτιέται όταν θεμελιώνεις και υλοποιείς μια εύστοχη και αποτελεσματική στρατηγική, εστιάζοντας και αξιοποιώντας τα δεδομένα της κάθε συγκυρίας.

 

Η εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσιμων ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής δείχνει ότι η υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων είναι δύσκολη, σύνθετη και απαιτητική υπόθεση. Οι εθνολαϊκισμοί, οι εθνικιστικές εξάρσεις, οι μικροπολιτικές ανησυχίες και η ψηφοθηρία, έχουν αποδειχθεί τα πιο ακατάλληλα εργαλεία. Ο σημερινός τουρκικός παροξυσμός δεν αντιμετωπίζεται με διάφορα στρατηγήματα.  Πολλώ μάλλον με πατριδοκάπηλη ρητορεία.