Στόχος του βιβλίου είναι να συμβάλει ώστε η συζήτηση για το ασφαλιστικό να μετατοπιστεί από το ατομικό στο μάκρο-οικονομικό και κοινωνικό- συλλογικό επίπεδο και να αναδείξει τις αναπτυξιακές και μακροοικονομικές επιπτώσεις του ασφαλιστικού. Αυτές έχουν παραμείνει στο περιθώριο των αναλύσεων, παρόλο που είναι εξαιρετικά κρίσιμοι παράγοντες για την πορεία της χώρας – και, φυσικά, και του ασφαλιστικού. Η έμφαση που δίνεται στις επιμέρους ρυθμίσεις του ασφαλιστικού που αφορούν τις συντάξεις και η αδιαφορία για τις αναπτυξιακές διαστάσεις, που επίσης –αλλά μέσα από διαφορετικές διαδικασίες– καθορίζουν το εισόδημα, την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων, είναι το ίδιο όπως αν κοιτάζει κανείς το δέντρο αντί το δάσος. Έπειτα από τόσες παρεμβάσεις και μη παρεμβάσεις στα χρόνια της κρίσης και έπειτα από τόσα γκρεμίσματα προσδοκιών, η ανάλυση των αναπτυξιακών επιπτώσεων του ασφαλιστικού και ιδίως οι μορφές αλληλεξάρτησής του με πολλά γνωστά, αλλά και νέα, προβλήματα κινείται σε ένα επικίνδυνο κενό. Συνεπώς, η μεγάλη πρόκληση στα επόμενα χρόνια δεν είναι συνάρτηση απλώς του αν και με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του ασφαλιστικού. Είναι πώς ξεπερνιούνται αντιλήψεις και στρατηγικές που, μέχρι τώρα, με αναφορά στο ασφαλιστικό μπλοκάρουν συνολικά την πορεία της χώρας προς μια ισχυρότερη αναπτυξιακή τροχιά. Λύση, αν υπάρξει, δε θα προκύψει μέσα από κάποιες ακόμα αλλαγές, όπως αυτές που έχουν θεσπιστεί στα τελευταία είκοσι χρόνια. Μια λύση αποτελεί συνάρτηση μιας ευρύτερης αλυσίδας πολιτικών και μιας διαφορετικής κατανόησης της αλληλουχίας των προβλημάτων, που βρίσκονται έξω από το ασφαλιστικό σύστημα το ίδιο. Στο εξαιρετικό έργο του «Η πανούκλα» ο Αλμπέρ Καμύ γράφει: «Ίσως και να μην έχει σημασία αν όσα κάνει κανείς έχουν νόημα ή όχι. Σημασία έχει να βλέπει κανείς μόνο αν αυτά αποτελούν απάντηση στις ελπίδες των ανθρώπων». Μιλώντας για ελπίδες των ανθρώπων, αυτό που διασφαλίζει ότι δε θα τις διαψεύσει κανείς είναι η ειλικρίνεια. Έτσι, παραφράζοντας λίγο τη ρήση του Κέυνς, ότι «μια τέτοια κοινωνία είναι δούλη των ιδεών κάποιου πεθαμένου οικονομολόγου», το μήνυμα είναι ότι η κοινωνία μας πρέπει να ξεπεράσει το σύνδρομο του να παραμένει δούλη νεκρών ιδεών ζωντανών οικονομολόγων, πολιτικών, και πολλών άλλων, που επηρεάζουν την πορεία της προς το μέλλον.
Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Νομικά και Οικονομικές-Πολιτικές Επιστήμες στο ίδιο Πανεπιστήμιο (1962-1969). Έλαβε διδακτορικό στα Οικονομικά, από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου (1974). Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1984. Διετέλεσε υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, υπουργός Εξωτερικών και υπουργός Εσωτερικών. Οικονομικός Σύμβουλος Πρωθυπουργού (1994-2000). Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα για οικονομικά και κοινωνικά θέματα. Πιο πρόσφατα: Η Ελλάδα στην κρίση (2013), Το ασφαλιστικό και η κρίση (2016), Ανισότητες, φτώχεια, οικονομικές ανατροπές στα χρόνια της κρίσης (2016, με τον Στ. Ζωγραφάκη), The State and Economic Development (1955-2018) (συλλογικός τόμος υπό έκδοση, Oxford University Press, 2020), «Reflections on Banking Union», στο L. Papademos (επιμ.), Monetary Policy, Banking Union and Economic Growth (2017), Fiskalkonsolidierung und Einkommensverteilung: Entscheidende Trade-Offs der Krisensteuerung in Griechenland (2016), Industrial Policy in Times of Crisis: The Case of Greece (με την I. Kastelli). Πεδία ειδίκευσης: Αναπτυξιακή Θεωρία και Πολιτική, Διεθνή Οικονομικά, Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Οικονομικά της Τεχνολογίας, Βιομηχανική Πολιτική.