Ακόμη και η απλή παρατήρηση του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού γίγνεσθαι καθώς και του δημόσιου διάλογου στην Ελλάδα προκαλεί πολλά και πολύ δυσάρεστα ερωτήματα σχετικά με την προοπτική και το μέλλον της κοινωνίας και την δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να αντιληφθεί το εύρος και το βάθος της κρίσης, που αντιμετωπίζει η σημερινή συστημική εκδοχή της πραγματικότητας.
Με την έκφραση σημερινή συστημική εκδοχή της πραγματικότητας εννοείται το σύνολο των παραμέτρων είτε σε εθνικό (π.χ. παραγωγικοί τομείς, εργασία, κοινωνική ασφάλιση, υγεία κ.λ.π.) είτε σε υπερεθνικό επίπεδο (π.χ. δείκτης ανάπτυξης, συνθήκες ζωής σε συνδυασμό με μετανάστευση κ.λ.π.), οι οποίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν μια ενότητα με νόημα, καθήκοντα και στόχους, που μπορεί να αποτελέσει μια δομημένη συστημική ολότητα.
Μόνο που η πραγματικότητα δείχνει, ότι τα διάφορα πεδία της κοινωνικής δραστηριοποίησης δεν αντιμετωπίζονται ως ολότητα και στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, με επακόλουθο την άνοδο του δείκτη διακινδύνευσης.
Ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις των ευρωπαϊκών κρατών με γηράσκοντα πληθυσμό (ποσοστό αύξησης 21,4%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 17,2%) και σε παγκόσμιο επίπεδο περιλαμβάνεται στις έξι πρώτες χώρες, που γηράσκουν πιο γρήγορα (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Ιταλία), τα κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα εξαντλούνται σε ατέρμονες συζητήσεις, για το ποιός είναι πιο καλός στην διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να καταθέτουν ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για την αντιμετώπιση αυτού του πολύ σημαντικού προβλήματος της κοινωνικής γήρανσης για την βιωσιμότητα της κοινωνίας.
Το ίδιο ισχύει και με τον τρόπο, που αντιμετωπίζεται το περιβάλλον και συγκεκριμένα η Μεσόγειος θάλασσα, η οποία σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση WWF υφίσταται τις πολύ αρνητικές επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, με αποτέλεσμα τα οικοσυστήματα και οι υπηρεσίες, που προσφέρουν, να υποβαθμίζονται διαρκώς και να δρομολογούνται κίνδυνοι για τις οικονομίες των μεσογειακών κρατών (π.χ. τουρισμός και αλιεία).
Αυτά τα παραδείγματα και πολλά άλλα δείχνουν, ότι δεν αντιμετωπίζονται οι συστημικές ανεπάρκειες και αντιφάσεις. Οι κοινωνίες συνεχίζουν να πορεύονται αναπαράγοντας τις αδυναμίες και τα αδιέξοδα της σύγχρονης συστημικής πραγματικότητας. Η πολυπλοκότητα όμως της εποχής, που διανύουμε, απαιτεί ριζικές δομικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Σε πρώτη φάση, βέβαια, πρέπει να προσδιορισθούν οι συστημικές ανισορροπίες.
Κατ’ αρχήν διαπιστώνεται αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων με παράλληλη σταδιακή αποσύνθεση της μεσαίας κοινωνικής τάξης, η οποία αποτέλεσε και τον βασικό μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης και συνοχής.
Αυτή η διαπίστωση έχει γενικευμένη ισχύ. Αφορά τόσο τις χώρες, οι οποίες ευρίσκονται σε οικονομική κρίση, όπως είναι η Ελλάδα, όσο και χώρες με ισχυρές οικονομίες, όπως είναι η Γερμανία. Προκαλεί μάλιστα απορία το γεγονός, ότι παρά την αποδόμηση της μεσαίας κοινωνικής τάξης και την φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων των κοινωνιών η συσσώρευση πλούτου στις ολιγομελείς οικονομικές ελίτ συνεχίζεται.
Ακόμη πιο ζοφερή είναι η προοπτική στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Το σύστημα κινδυνεύει με κατάρρευση, διότι εκτός από τα αίτια, που σχετίζονται με τις ανισότητες και την συσσώρευση πλούτου, προστίθεται και η γήρανση των κοινωνιών σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Σύμφωνα με την λογική του συστημικού πραγματισμού προωθούνται λύσεις, οι οποίες προβλέπουν μείωση των συντάξεων, αύξηση του εργασιακού χρόνου (συνταξιοδότηση στα 67 έτη μέχρι και 70) και προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης.
Εάν συνυπολογισθεί, ότι σε βάθος χρόνου η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στο πλαίσιο της ρομποτικής στον τομέα της εργασίας θα μειώσει ακόμη περισσότερο τους εργαζόμενους, που πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές, τότε το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα είναι βιώσιμο με την λογική, που κυριαρχεί στις σύγχρονες κοινωνίες και το οργανωτικό τους μοντέλο. Τα προβλήματα θα γίνουν εκρηκτικά.
Με αυτά τα δεδομένα μπορεί κανείς να φαντασθεί το βάρος και τις δυσκολίες, που θα αντιμετωπίσει το πολιτικό σύστημα σε σχέση με την ζωτικής σημασίας ανάγκη να σχεδιάζει το μέλλον σε βάθος χρόνου (τουλάχιστον 30ετία) και σε συνεργασία με τον τομέα της επιστήμης να είναι σε θέση να οριοθετεί και να ελέγχει τις μελλοντικές επιπτώσεις των αποφάσεων του, που λαμβάνονται σε πραγματικό χρόνο.
Είναι πολύ δύσκολο, διότι τουλάχιστον προς το παρόν δεν διαθέτει ούτε τα κατάλληλα εργαλεία, ούτε και η οργανωτική του μορφή το επιτρέπει. Ειδικά σε χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, το πρόβλημα δεν φαίνεται διαχειρίσιμο με το πολιτικό σύστημα, που έχει προς το παρόν.
Καθίσταται δε ακόμη πιο δύσκολη η επίλυση του, αν ληφθεί υπόψη από το ένα μέρος η αναντιστοιχία, που υπάρχει μεταξύ της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας (οικονομία, πολιτισμική κυριαρχία της κοινωνίας του θεάματος ιδιαιτέρως στις ανεπτυγμένες χώρες κ.λ.π.) και του περιορισμού της εμβέλειας των πολιτικών αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν τις απόψεις και τα συμφέροντα τους οι ισχυρές χώρες.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως υπερεθνικό μόρφωμα, στην οποία οι αποφάσεις επηρεάζονται από τις ισχυρές οικονομικά και πολιτικά χώρες. Σε παγκόσμιο επίπεδο μετρά ακόμη και η στρατιωτική ισχύς.
Από το άλλο μέρος η πρόκληση πλανητικών διαστάσεων προβλημάτων από την δραστηριοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας, όπως είναι η ρύπανση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή, δυσκολεύουν το πολιτικό σύστημα να ελέγχει την δυναμική της εξέλιξης.
Βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η διαμόρφωση και κυριαρχία στις κοινωνίες της εθνικής συνείδησης με πολύ συναισθηματικό φορτίο και χωρίς ουσιαστικό κοσμοπολιτικό προσανατολισμό, με αποτέλεσμα η κοινωνικοπολιτική δραστηριοποίηση να οριοθετείται από το «εθνικό συμφέρον», το οποίο όμως στην εποχή του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, που διανύουμε, δεν βρίσκει ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Οι κοινωνίες είναι σε όλους τους τομείς αλληλοεξαρτώμενες.
Αρκεί να ληφθεί υπόψη το παράδειγμα της Ελλάδας και θα κατανοηθούν τα νέα δεδομένα. Στον τομέα του τουρισμού, ο οποίος προς το παρόν είναι η ατμομηχανή ή η «βαριά βιομηχανία», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, η χώρα εξαρτάται από την προσέλευση πολιτών από άλλα κράτη. Αυτό είναι εφικτό, αν ευημερούν οι κοινωνίες προέλευσης τους. Το «εθνικό συμφέρον» εξαρτάται άμεσα από το γενικότερο συμφέρον χωρίς σύνορα.
Παράλληλα η καλλιέργεια της «εθνικής συνείδησης» και της λογικής του «εθνικού συμφέροντος» έχουν περισσότερο ιδεοληπτικά χαρακτηριστικά και αξιοποιούνται για την προώθηση συμφερόντων, τα οποία δεν είναι προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Διευκολύνουν όμως την διαχείριση των επιπτώσεων της πολιτικής, που ακολούθησε το σύστημα εξουσίας στο παρελθόν.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το προσφυγικό. Οι σύγχρονες μετακινήσεις πληθυσμών είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων των χωρών προέλευσης των προσφύγων και των μεταναστών από τον ανεπτυγμένο Βορρά, της ανισορροπίας σε σχέση με την ανάπτυξη σε πλανητικό επίπεδο, βίαιων τοπικών ή εσωτερικών συγκρούσεων και της δρομολόγησης παγκόσμιας εμβέλειας προβλημάτων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και τα επακόλουθα της (π.χ. ακραία καιρικά φαινόμενα, ξηρασίες, πλημμύρες).
Με την λογική του «εθνικού συμφέροντος» και την ακολουθούμενη πολιτική δεν αντιμετωπίζονται τα γενεσιουργά αίτια του προβλήματος. Αν δεν υπάρξει ισόρροπη ανάπτυξη σε πλανητικό επίπεδο, το πρόβλημα θα συνεχίζεται και οι προσφυγικές ροές θα προκαλούν κοινωνικές εντάσεις στις χώρες υποδοχής. Βέβαια ανασταλτικά σε σχέση με την ανάπτυξη σε πολλές από τις χώρες προέλευσης των μεταναστών και των προσφύγων λειτουργεί και η κλιματική αλλαγή.
Ο δείκτης διακινδύνευσης του συστήματος μάλιστα θα ακολουθεί ανοδική πορεία, αν συνυπολογισθούν και ορισμένες άλλες διαστάσεις της πραγματικότητας, οι οποίες κάτω από προϋποθέσεις θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εστίες αποσταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής.
Συγκεκριμένα η σταδιακά συντελούμενη ψηφιοποίηση της πολιτικής λειτουργίας στο πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων συμβάλλει στην συρρίκνωση των χώρων ανάπτυξης μη εικονικού διαλόγου και της ενασχόλησης με τα κοινά. Το πρόβλημα δε αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αν λάβουμε υπόψη την ελαχιστοποίηση του διαθέσιμου χρόνου για πολιτική ενεργοποίηση στην τοπική κοινωνία.
Εκείνο όμως, που «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου», είναι οι τάσεις «ιδιωτικοποίησης» της συλλογικότητας και της πολιτικής λειτουργίας στο πλαίσιο της μαζικής αξιοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας για την διαμόρφωση πολιτικών τάσεων στην κοινωνία. Η εικονική εκδοχή της πραγματικότητας δεν ενεργοποιεί τον ορθολογισμό στον απαραίτητο βαθμό, διότι παρεμβάλλεται η «εντύπωση», που προκαλεί, οπότε εύκολα επιδέχεται ωραιοποιήσεις. Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται σε βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα την «ανώμαλη προσγείωση» των πολιτών και την σταδιακή αποστασιοποίηση από την πολιτική. Με αυτό τον τρόπο όμως αποδυναμώνεται η δημοκρατική λειτουργία.
Βραχυπρόθεσμα η καλλιέργεια της λογικής του θεάματος (χρησιμοποίηση της εικόνας για την πρόκληση στοχευμένων εντυπώσεων) και του καταναλωτισμού στο πλαίσιο της αναπαραγωγής του συστήματος διευκολύνει. Μακροπρόθεσμα όμως βάζει τα θεμέλια για κοινωνικές ανισορροπίες, οι οποίες θα απειλήσουν την ομαλή και ασφαλή πορεία προς το μέλλον.
Ρόλο εξισορρόπισης των αντιφάσεων και ανεπαρκιών του συστήματος μπορεί να παίξει μια πολυδιάστατη συνδυαστική πολιτική, η οποία θα ανοίγει την προοπτική μετάβασης σε υπερεθνικές μορφές διακυβέρνησης και θα εγγυάται την λειτουργική συνεργασία και αλληλοτροφοδότηση των τομέων ενεργοποίησης των πολιτών με νόημα σε σχέση με την βιωσιμότητα των κοινωνιών της παγκόσμιας κοινότητας και την ευημερία της πλειοψηφίας και όχι των ολίγων.
Για την εξειδίκευση της οφείλουν να συνεργασθούν χωρίς χάσιμο χρόνου η κοινωνία με τις δομές, που μπορούν να εκφράσουν το κοινωνικό συμφέρον στις πλανητικές του διαστάσεις (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις σε εθνικό επίπεδο και δίκτυα τους σε ευρωπαϊκό και διεθνές), το πολιτικό σύστημα και ο χώρος της επιστήμης, ο οποίος πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες, που του αναλογούν στην μελλοντική ιστορική διαδρομή.