Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως υπερεθνικό μόρφωμα, αλλά και τα κράτη-μέλη έχουν εισέλθει σε μια περίοδο ρευστότητας, η οποία γίνεται ορατή τόσο ως θεσμική αναξιοπιστία όσο και ως αποστασιοποίηση των πολιτών από τα συστημικά κόμματα και αμφισβήτηση των δυνατοτήτων τους να λειτουργήσουν με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον.
Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία και η αδυναμία των δύο συστημικών κομμάτων, συντηρητικού και σοσιαλιστικού, να εκπροσωπηθούν με τους υποψηφίους τους στον 2ο γύρο, ο οποίος αναδεικνύει τον πρόεδρο, είναι πολύ χαρακτηριστικά.
Γενικότερα όμως στις ευρωπαϊκές κοινωνίες διαμορφώνεται η αίσθηση, ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί ως ελίτ και με πλήρη αποστασιοποίηση από την κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτή η διαπίστωση δεν ισχύει μόνο στα εθνικά όρια των κρατών-μελών, αλλά αφορά και εγγίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς επίσης.
Η ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού δεν είναι τυχαίο φαινόμενο, ούτε και εξαφανίζεται με εκλογικά αποτελέσματα, όπως αυτό της Ολλανδίας ή με την μη εκλογή της Marine Lepen στη Γαλλία. Αν δεν αντιμετωπισθούν οι γενεσιουργές αιτίες, η συρρίκνωση της εμπιστοσύνης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα ακολουθεί ανοδική πορεία.
Το πρόβλημα δε αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, διότι δεν συνειδητοποιείται από το πολιτικό σύστημα, ότι η πραγματικότητα εξελίσσεται πολύ πιο γρήγορα από τις δυνατότητες του να συμπορευθεί και με την δομή και τα εργαλεία, που διαθέτει τώρα, να σχεδιάσει σε βάθος χρόνου την πορεία με σημείο αναφοράς τον πολίτη και την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και όχι την αναπαραγωγή ενός συστήματος, που οδηγεί στην διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην φτωχοποίηση των κοινωνιών.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πολύ χαρακτηριστική σε σχέση με την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ισορροπήσει τον σχεδιασμό του μέλλοντος με το κοινωνικό συμφέρον και ένα βιώσιμο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
Γι’ αυτό οι πολίτες νιώθουν, ότι οδηγούνται σε ένα αβέβαιο μέλλον από ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν μπορούν να εμπιστευθούν. Εκείνο που βιώνουν είναι, ότι η πραγματικότητα αναπτύσσει μια δυναμική, η οποία αγνοεί τις ανθρώπινες ανάγκες, ενώ υπηρετεί μόνο την αναπαραγωγή ενός συστήματος, το οποίο διασφαλίζει την ευημερία ολιγομελών κοινωνικών ελίτ΄
Ακόμη και η επιστημονική εξέλιξη και οι τεχνολογικές της εφαρμογές σε συνδυασμό με την λογική της αύξησης της αποδοτικότητας στον εργασιακό τομέα δεν αξιοποιούνται για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Αυτό κάνει τους πολίτες ευάλωτους στην χειραγώγηση, διότι τους ωθεί δυστυχώς στην αναζήτηση νοήματος και προοπτικής σε οραματικού τύπου επαγγελίες, οι οποίες εξαντλούνται σε φαντασιώσεις για το μέλλον. Αρκεί να εμφανισθεί ένας «χαρισματικός ηγέτης», που είναι σε θέση να δημιουργήσει την αίσθηση, ότι μπορεί να εκφράσει και να πραγματώσει την τάση ανατροπής του αρνητικά αξιολογούμενου κατεστημένου πολιτικού συστήματος και να φέρει την ευημερία.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα αυτό συμβαίνει σχεδόν σε κάθε εκλογική διαδικασία. Η φαντασίωση, ότι στην πολιτική ευδοκιμούν «Μεσσίες», οδηγεί σε επιλογές με καταστροφικές επιπτώσεις και την διόγκωση της έλλειψης εμπιστοσύνης στην πολιτική, όταν παύει να εκπέμπει όνειρα σε σχέση με το μέλλον η πρακτική της κοινωνίας του θεάματος, που διαπερνά το πολιτικό σύστημα και εμφανίζονται τα απτά αποτελέσματα της «μεσσιανικής» οπτικής.
Με αυτό τον τρόπο βέβαια φθείρεται η προοπτική ευδοκίμησης μιας οραματικής πολιτικής ως αντίβαρου στον σύγχρονο πολιτικό πραγματισμό, ο οποίος αντιμετωπίζει τον πολίτη ως εργαλείο για την επίτευξη συστημικών στόχων.
Γι’ αυτό και στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας δεν αναπτύσσεται ουσιαστικός διάλογος μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των δομών της κοινωνίας πολιτών, ώστε να αναλύονται και να γίνονται αντικείμενο συζήτησης οι προγραμματικές προτάσεις των κομμάτων και οι επιπτώσεις τους σε βάθος χρόνου.
Η επικοινωνία έχει την λογική της κοινωνίας του θεάματος και στοχεύει στην πρόκληση φαντασιώσεων στους πολίτες καταναλωτές τους. Γι’ αυτό και ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος περισσότερο κοινοποιεί προθέσεις και γενικές αρχές με έντονο ιδεοληπτικό περιεχόμενο.
Η δημοκρατική λειτουργία αποκτά τυπικό χαρακτήρα με αυτά τα δεδομένα και περιορίζεται στην διαμόρφωση θετικού κοινωνικού κλίματος με στόχο την αποκόμιση εκλογικού οφέλους από τα κόμματα.
Αν αυτό συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Δεν αναπτύσσεται ο κατάλληλος διάλογος για την προώθηση της δημιουργίας ευρωπαίων πολιτών με ανάλογη συνείδηση, ενώ δεν ολοκληρώνεται το εγχείρημα με την πολιτική και οικονομική ενοποίηση.
Με αυτό τον τρόπο όμως οι πολίτες παραμένουν στο περιθώριο. Στην οριοθέτηση της ευρωπαϊκής πορείας προς το μέλλον συμμετέχουν οι πολιτικές ελίτ των διαφόρων θεσμικών οργάνων. Οι «ευρωπαίοι» απλά παρατηρούν παραμένοντας αμέτοχοι στις διαδικασίες καθορισμού της πορείας. Εξάλλου δεν υπάρχουν διαδικασίες ενημέρωσης τους. Ακόμη και στις ευρωεκλογές ψηφίζουν στηριζόμενοι σε εθνικά κριτήρια.
Γι’ αυτό αναπτύσσεται μια μορφή δεσποτισμού από πλευράς πολιτικού συστήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ στα επιμέρους κράτη-μέλη κυριαρχεί η λογική του εθνικού συμφέροντος, ώστε το πολιτικό σύστημα να ελέγχει τις εξελίξεις και να διευκολύνεται στη νομή της εξουσίας. Τα εθνικά όρια πολιτικά και επικοινωνιακά είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα.
Μόνο που με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η ευδοκίμηση του ευρωσκεπτικισμού και υποσκάπτεται η ευρωπαϊκή προοπτική από τα ίδια τα συστημικά κόμματα.
Ο πολιτικός παραλογισμός φθάνει δε στο σημείο, οι εθνικές κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «αποδιοπομπαίο τράγο» και να της χρεώνουν τις επιπτώσεις των δύσκολων πολιτικών αποφάσεων, που λαμβάνουν οι ίδιες.
Μετά επιτίθενται στον εθνικιστικό λαϊκισμό, τον οποίο βέβαια προκαλούν και πριμοδοτούν, διότι η σχέση τους με τους πολίτες επικοινωνιακά στηρίζεται στον εντυπωσιασμό και στην πρόκληση ειδυλλιακών ονειρικών προσδοκιών σε σχέση με το μέλλον, οι οποίες διαψεύδονται μετά από ένα χρονικό διάστημα.
Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό θεωρούν, πως η αποτυχία τους στις εκλογές λειτουργεί ως «καθαρτήριο» και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στη δομή και στον προσανατολισμό της ακολουθούμενης πολιτικής μπορούν να συνεχίσουν να διεκδικούν την ανάληψη διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Αρκεί να γίνουν μερικές αλλαγές σε πρόσωπα και η επίτευξη πλειοψηφίας στη Βουλή είναι εφικτή.
Μόνο που η συνεχής επανάληψη αυτού του φαινομένου οδηγεί τα συστημικά κόμματα στη φθορά και η εμφάνιση ενός εθνικιστικού πολιτικού μορφώματος βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα «φτωχοποιημένα» λαϊκά στρώματα , ακόμη και αν ο λόγος του έχει εξιδανικευτικά χαρακτηριστικά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο για την πορεία του «έθνους».
Στην κοινωνία αναπτύσσεται μια «τιμωρητική» λογική, η οποία όμως δεν συμβάλλει στην διαμόρφωση θετικών δεδομένων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και των παθογενειών της. Συμπληρωματικά δε η πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας και η μεγάλη ταχύτητα, με την οποία εξελίσσεται, δεν της αφήνουν περιθώρια να κάνει επιλογές, που βασίζονται στη γνώση των δεδομένων, τα οποία συνθέτουν το γίγνεσθαι σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Το πολιτικό σύστημα με τα σημερινά ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν έχει προοπτική. Είναι εμφανές, ότι οι συνθήκες, που κυριαρχούν σε «δημοκρατικές» χώρες, είναι πολιτικά πολύ ρευστές και επιβάλλουν την πραγματοποίηση βαθιών τομών και αλλαγών στην πολιτική λειτουργία, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών σε κόμματα και πρόσωπα.
Το θέμα είναι, εάν η εμπιστοσύνη θα είναι αποτέλεσμα της ποιοτικής πολιτικής διαφοροποίησης ή της επικοινωνιακής αξιοποίησης των δυνατοτήτων της ψηφιακής τεχνολογίας. Η πρώτη εκδοχή θα στηριχθεί στο βάθεμα της δημοκρατικής λειτουργίας. Η δεύτερη στην μετατροπή του πολίτη σε «ενεργούμενο».