Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην δυσχερή θέση διαχείρισης μιας σειράς σύντομων και μεγάλων εκλογικών αποτυχιών. Παρ’ όλα αυτά το ποσοστό το οποίο συγκράτησε στις εθνικές εκλογές (31.53%) έδωσε την δυνατότητα στην ηγεσία και τα στελέχη του να εκφράσουν ακόμα και ικανοποίηση για το αποτέλεσμα. Είναι πράγματι μια σημαντική επίδοση αν υπολογίσει κανείς τον απολύτως λάθος εκλογικό σχεδιασμό του Μαϊου, την απόσταση της ηγεσίας του από την «δημοσκοπική» και κοινωνική πραγματικότητα και την μεγάλη κυβερνητική φθορά της 4ετίας. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα εκλογικά και μετ’ εκλογικά χαρακτηριστικά τα οποία θα καθορίσουν σημαντικά το μέγεθος, την πορεία και την φυσιογνωμία του ιδιόμορφου κι αρκετά ρευστού αυτού πολιτικού χώρου από εδώ και πέρα:
- Η ανταπόκριση και αφομοίωση των κραδασμών απομάκρυνσης από την κυβέρνηση, ιδιαίτερα για ένα κυβερνητικό κόμμα που ταυτίστηκε ολοκληρωτικά με το κράτος και την δημόσια διοίκηση. Η απώλεια θέσεων εξουσίας και πόρων θα αποτελέσει σκληρή δοκιμασία τόσο για τα στελέχη που θα παραμείνουν όσο και για την διατήρηση της κομματικής συνοχής που χτίστηκε κατά την κυβερνητική περίοδο.
- Ασαφές ιδεολογικό στίγμα και πολιτικό αφήγημα. Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα διαμαρτυρίας της ριζοσπαστικής αριστεράς σε δύναμη κυβερνητικού ρεαλισμού και εξουσιαστικού κυνισμού (συνεργασία με ΑΝΕΛ, απότομη μεταστροφή προς σοσιαλδημοκρατία) προδίδουν έναν αρκετά ρευστό και ανομοιογενή πολιτικό φορέα. Οι διαδικασίες μετεξέλιξης του ως αντιπολιτευτικό πλέον κόμμα δεν θα περάσουν ανώδυνα ούτε διαθέτουν εξασφαλισμένο αποτέλεσμα.
- Προσωποπαγές κόμμα με «ασπονδύλωτη» υπόσταση. Εκτός από τον πολύ μικρό αριθμό κομματικών μελλών, την ανυπαρξία εκπροσώπησης σε αυτοδιοίκηση, επαγγελματικούς, κοινωνικούς φορείς και συνδικαλισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει μεγάλα κενά πολιτικής αντιπροσώπευσης. Χαρακτηριστικό στοιχείο που προκύπτει από την δειγματοληπτική μελέτη απόδοσης της σταυροδοσίας των ψηφοδελτίων του σε περιφέρειες ενός σταυρού είναι η εμφάνιση ποσοστού κατά μ.ο. άνω του 20% μη σταυρωμένων ψηφοδελτίων (την στιγμή που για ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ είναι κάτω του 10%).
Χαρακτηριστικό στοιχείο «ασπονδύλωτης» εκλογικής βάσης προκύπτει από την δειγματοληπτική μελέτη απόδοσης της σταυροδοσίας των ψηφοδελτίων του ΣΥΡΙΖΑ σε περιφέρειες ενός σταυρού. Κατά μ.ο. άνω του 20% των ψηφοδελτίων ήταν μη σταυρωμένα (την στιγμή που για ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ είναι κάτω του 10%.
Τα κενά αυτά υποστελέχωσης έγιναν προσπάθειες να καλυφθούν από βεβιασμένες κεντροαριστερές «μεταγραφές», από την «απορρόφηση» των ΑΝΕΛ και από κοσμικές προσωπικότητες, οι οποίες όμως απέδωσαν μόνο κατά περίπτωση. Σε κάποιες περιπτώσεις στοίχισαν την εκλογή κεντρικών πολιτικών στελεχών (πχ του πρ. γραμματέα ΣΥΡΙΖΑ).
- Το κυβερνητικό παρελθόν. Το ύφος, το ήθος και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας για 4μιση χρόνια έχουν αφήσει αρνητική παρακαταθήκη που δικαιολογεί εν πολλοίς και το εκλογικό αποτέλεσμα. Η εμφανής αναποτελεσματικότητα σε ζητήματα διοίκησης του κράτους, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η αδυναμία ανταπόκρισης σε κρίσεις και φυσικές καταστροφές αλλά και μια σειρά από κυβερνητικές υποθέσεις ποινικού περιεχόμενου είναι πολύ πιθανό να επιφέρουν επιπλέον κόστος στην εικόνα του κόμματος κατά την αντιπολιτευτική περίοδο.
Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν σαφείς ενδείξεις πως ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί έναν ομοιογενή και σταθεροποιημένο πολιτικό πόλο στο πολιτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα του Ιουλίου δείχνει βεβαίως μια αξιοσημείωτη κοινωνική αποδοχή όμως ο τρόπος που θα αντιμετωπίσει η ηγεσία του -μέσω εσωτερικών στρατηγικών και διεργασιών- τις παραπάνω προκλήσεις θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την αντιπολιτευτική του πορεία και την πολιτική του ανάπτυξη ή συρρίκνωση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επιλέξει αν θα αναπτύξει μια νέα αντιπολιτευτική στρατηγική σε σχέση με το πρόσωπο που είχε δείξει από την ίδρυσή του έως και την κατάληψη της εξουσίας ή αν θα ακολουθήσει την …γενετική του υπόσταση αντιπολιτευόμενος «εν χορδές και οργάνοις». Η απόδοση όμως και η αποτελεσματικότητα της όποιας τακτικής του πλέον δεν εξαρτάται από τον ίδιο αλλά από την επιτυχία ή μη του μεταρρυθμιστικού σχεδίου της κυβέρνησης και την ποιότητα της διοίκησης που θα ασκηθεί κατά την τρέχουσα 4ετία.