Ήταν το καλοκαίρι του 1981, όταν ο φρέσκος Γάλλος Πρόεδρος Φρ. Μιττεράν, με πρωθυπουργό τον Πιέρ Μορουά, προχωρούσε σ’ ένα ευρύ πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, μιας και η εκδοχή της αυτοδιαχείρισης, όπως με παραλλαγές υποστήριζαν οι οικονομικοί του σύμβουλοι Ροζανβαλόν και Μπερεγκοβουά, αλλά και οι Γιουγκοσλάβοι, Καρντέλλι και Τζίλας, αποδεικνύονταν ουτοπία. Διάλεξε τον δήθεν αναπτυξιακό προσανατολισμό των σοβιετικών κρατικοποιήσεων, που την εποχή εκείνη είχε υιοθετηθεί από τμήματα της ευρωπαϊκής σ/δημοκρατίας. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, η δυσμενής αποτίμηση αυτής της πολιτικής, οδηγούσε στον θώκο του πρωθυπουργού τον νεαρό ρεφορμιστή, σημερινό ΥΠΕΞ Λοράν Φαμπιούς, ο οποίος άλλαξε άρδην τον οικονομικό προσανατολισμό, οδηγώντας σε σταδιακές αποκρατικοποιήσεις αρκετές από τις ήδη εθνικοποιημένες επιχειρήσεις. Την πολιτική αυτή συνέχισε με γρηγορότερους ρυθμούς το τότε ιερό τέρας της Γαλλικής σ/δημοκρατίας, ο Μισέλ Ροκάρ.
Με μια διαφορά φάσης, την ίδια ακριβώς πορεία ξεκίνησε το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, για να ανακρούσει πρύμναν ένα – δύο χρόνια μετά.
Αντίθετα, οι κυβερνήσεις του Πορτογάλου Σοάρες και του Ισπανού Γκονζάλεθ, απαρχής προέκριναν την κανονιστική ελεύθερη οικονομία με στοχευμένες ελάχιστες παρεμβάσεις κρατικής ιδιοκτησίας.
Ήταν οι τότε αναζητήσεις των δύο -άτυπων- ρευμάτων της Ευρωπαϊκής κ/αριστεράς, του πιο ριζοσπαστικού και του ρεφορμιστικού, που εκφράζονταν -το τελευταίο κυρίως- από τη Δυτική Γερμανία και τους Β. Μπραντ και Χ. Σμιτ.
Αυτές οι απόψεις, προηγουμένως και ασφαλώς σε μικρότερο εύρος, εννοώ τις εθνικοποιήσεις, είχαν ενσωματωθεί στις πολιτικές εφαρμογής του Σαρλ ντε Γκολ και του Κ. Καραμανλή, οι οποίοι είχαν ονοματιστεί «σοσιαλμανείς».
Στη συνέχεια, οι απόψεις ομογενοποιήθηκαν σε ένα μείγμα διαφορετικών μείξεων για τους κ/αριστερούς και τους συντηρητικούς, ένα μείγμα ελεύθερης οικονομίας εντός ενός κανονιστικού Κράτους με πλαίσιο τον πολιτικό φιλελευθερισμό, ενώ το διευρυμένο Κράτος Πρόνοιας -επιτομή της σ/δημοκρατίας- υιοθέτησε ενόλω ή ενμέρει και ο συντηρητικός αστισμός. Κι αυτό ασφαλώς δίκαια χαρακτηρίστηκε ως απαρχής ποιοτική υπεροχή του ευρωπαϊκού ρεφορμισμού.
Σήμερα, η κυβέρνηση και κυρίως οι πολιτικές της, εκφράζουν τις χειρότερες πτυχές τόσον του παλιού δύοντος πολιτικού κόσμου, όσο και την προσπάθεια αναβίωσης σε ποπουλιστική ένδυση των πρώτων μορφών λαϊκότητας αιτημάτων πολιτικής δημοκρατίας, τα περισσότερα των οποίων προ πολλού δρομολογήθηκαν μέσα στο παλλόμενο από επιτυχίες και κρίσεις δυτικό αστικό πλαίσιο, πλαίσιο που επιτρέπει τον επιλεκτικό συγκρητισμό των ιδεολογημάτων, δίχως τα τελευταία να χάνουν ουσιωδώς την διαφορετικότητά τους και τις αλτερνατίβες. Είναι ένας -περίπου- κοινωνικός αυτοματισμός, στη βάση της μίνιμουμ επίλυσης κοινωνικών ζητημάτων που οι κρίσεις τα κατηγοριοποίησαν πλέον ως εθνικά.
Σε καιρούς που το ένοχο αφ’ εαυτού αλλά και κοινωνικά ενοχοποιημένο παλιό μεταπολιτευτικό σύστημα, προσπαθεί να αυτοκαθαρθεί ποιοτικά από τις πολιτικές τερατογενέσεις του παρελθόντος, είναι ο εθνικιστικός ιδεολογικός κορμός του τίποτα που επαναφέρει τον νεποτισμό ως συνολική αξία παροχής υπηρεσιών στον διογκούμενο και επιστρέφοντα στον παρασιτισμό κρατικό τομέα, είναι η αισθητική που αποπνέει έναν – υπό κοινοβουλευτική αίρεση – ολοκληρωτισμό, είναι η προσπάθεια εμπέδωσης μιας χύδην και ψευδεπίγραφης ιδεολογικά πολιτικής, είναι, τέλος, μια πολιτική με μόνον έρμα τις χειρότερες πολιτικάντικες διαστροφές του ψευτο-Θοδωρισμού. Είναι η προσπάθεια κατίσχυσης μιας ταβερνιάρικης κουλτούρας του τίποτα, που δεν βασίζεται αξιακά σε κανένα από τα δυτικά φορεμένα ιδεολογικά μοντέλα. Ίσως απλώς να εμπνέεται – κι εδώ μάλλον ψευδώς – από τον ημιδικτατορικό Μαδουρισμό και τις ολιγαρχικές προσομοιώσεις του Πούτιν σε Λένιν.
Είναι ακριβώς και το ρεύμα οργής, γι’ αυτό ετερόκλητο: ποπουλιστές, εκσυγχρονιστές, ορθολογιστές, απολιτίκ. Κι εδώ ένα διακριτό διάλυμα, όπου ο καθένας στρέφεται κόντρα στην αξία του τίποτα από διαφορετικούς προμαχώνες, αλλά με κύριο στόχο το παθογενές τίποτα με το εθνικιστικό περίβλημα.
Τα ιζήματα του παλιού, αναμειγμένα και με άλλες τοξικότητες και με πολιτική έκφραση τον ΣΥΡΙΖΑ, μέσες – άκρες και άναρχα, συμπεριφέρονται σαν τον Γούναρη και τον Κωνσταντίνο της καταστροφής της Ιωνίας. Οι μελλοντικές – και σε σύντομο χρόνο – εξελίξεις, θα έχουν μια μεταβατικότητα σαν το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει ομαλά δύο καμπύλες, δύο στροφές στους δρόμους. Η επόμενη στροφή μετά το τέλος αυτής που διανύουμε, θα εμπεδώσει ρεαλιστικά και σωτήρια -και πάντως με προσεγμένη συναίνεση- ένα εντελώς τροποποιημένο πολιτικό σύστημα, με κέντρο βάρους τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις και υπεραξία στα επικαιροποιημένα, διαχρονικά ιδεολογήματα, όχι όμως στις δογματικές ιδεοκρατίες που αρμόζουν μόνον στα δύσκολα θρησκευτικά δόγματα.