ΣΥΡΙΖΑ: Στις ράγες του δικού του εθνικισμού

Νίκος Γκιώνης 30 Δεκ 2015

Ο εθνικισμός δεν είναι παρά μια στρέβλωση του πατριωτισμού και  παράλληλα ένας μηχανισμός ένταξης των συλλογικοτήτων σ’ ένα  περίκλειστο πολιτισμικό περιβάλλον, οι σιδερένιες πόρτες του οποίου  ανοίγουν μόνο κατ’ ανάγκη. Προϋποτίθεται πάντοτε η ύπαρξη κάποιου/ων   ως αντίπαλου δέους και η ναρκισσιστική μανιχαϊστική αντιμετώπισή του   στο πλαίσιο μιας επιφανειακής διακρατικότητας.

Ο εθνικισμός σήμερα πιά μπορεί να χωνευτεί από τις κοινωνίες μέσα από τα αποτελέσματα των εκλογών, ενώ παλιότερα η πιο πρόσφορη μέθοδος ήταν  η πεπερασμένη δικτατορική κατάλυση της αστικής δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τώρα, ας πούμε, ο επίκαιρος εθνικισμός δεν έχει καμμιά σχέση με τον εθνικισμό των ανταρτικών αντιΕαμικών ομάδων, όπου το αντίπαλο δέος ήταν ο κομμουνισμός και εξαιτίας του πολλοί  αντικομμουνιστές, χωρίς διαπιστωμένη ναζιστική ιδεολογία, προτιμούσαν να μετατραπούν εκόντες – άκοντες σε δωσίλογους αποδεχόμενοι το ελάχιστο κακό – κατ’ αυτούς – που ήταν η συνεργασία με τους Κατέχοντες έναντι του μείζονος, που θεωρούσαν πως είναι μια μετακατοχική Λαϊκή Δημοκρατία.

Αν πατριωτισμός είναι μια συνετή ανοιχτή αγάπη προς την πατρίδα ως γενέθλιας γης ή ως μητρικής εθνότητας ή ακόμα ως το ώριμο συναίσθημα  του κατοικούντος μόνιμα μετανάστη, τότε εθνικισμός δεν είναι παρά μια οπισθοδρομική πορεία, που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τα περίφημα  παρελθοντικά ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, αλλά με μία αυξανόμενη, ποσοτική και ποιοτική, απομόνωση από τις ευρύτερες ουσιώδεις και  υπερεθνικές διαπιστεύσεις.

Η οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ της πρώτης του εκλογικής νίκης, ήταν ακραία εθνικιστική αφού η εμμονική εμπλοκή του στην φαντασιακή κατασκευή μιας χώρας, που αντιμάχεται πανευρωπαϊκές λαίλαπες  οδήγησαν σε έναν απροκάλυπτο απομονωτισμό, που ουσιαστικά ως τα  σήμερα απαξίωσαν πλήρως την διεθνή οικονομική εμπλοκή της χώρας με την προσχεδιασμένη επιβολή των περιορισμών στην κεφαλαιακή κίνηση.

Η κατάργηση κάθε νόρμας πανευρωπαϊκού επιπέδου στην Παιδεία και η απροσχημάτιστη επιστροφή σ’ ένα σύστημα που το 1980 και το 1981 έδειχνε σύγχρονο, αλλά σήμερα είναι ρητά οπισθοδρομικό και φοβικό  μπροστά στις παγκοσμιοποιούμενες εξελίξεις, δείχνει σαν να επικαλείσαι  δογματικές αγκυλώσεις παρελθούσης εθνικοφροσύνης, για να αποτρέψεις  την νομοτέλεια της διεθνούς διεπιστημονικότητας, έρευνας και συνακόλουθης αριστείας.

Η ταύτιση κόμματος – Κράτους – γραφειοκρατίας – Πολιτείας είναι  μια άμυνα παραμονής στα δήθεν αποτελεσματικά και χρηστικά  κρατικομονοπωλιακά χαρακτηριστικά και στον μοναδικό και έναν πελατειακό παρασιτισμό της κοινωνίας, που συνειδητά εχθρεύεται στην πράξη κάθε ορθολογική προσπάθεια αξιολόγησης. Οι πόρτες της εξωστρέφειας κλείνουν πάλι ερμητικά για να μπουν από το παράθυρο όλο και πιο πολλές ποσότητες νεοεθνικισμού.

Αν δια των ΑΝΕΛ βρίσκει έκφραση ένας πρωτόγονος λούμπεν μιλιταριστικός εθνικισμός που οδηγεί πίσω, στον Αμβρόσιο, στην εκκοσμικευμένη συντηρητική θεσμική εκκλησία, δια του ΣΥΡΙΖΑ  αποκαλύπτεται ένας πονηρός εμβρυουλκός ενός δόλιου εθνικισμού άλλου τύπου, προς τον οποίο κατά καιρούς κλείνουν το μάτι οι φασίζουσες  δυνάμεις της Λεπέν, των Εγγλέζων κοινοβουλευτικών ακροδεξιών ή άλλων λιγότερο ισχυρών αντιευρωπαϊκών ρευμάτων.

Στην Κατοχή ήταν ο Κισά Μπατζάκ, ο Μιχάλαγας, ο Λαζίκ κι άλλοι τουρκόφωνοι Έλληνες οπλαρχηγοί από τα βάθη της Ανατολής που διάλεξαν μονόπατα τον αντικομμουνισμό με στραβό τρόπο, αντί της αντιπαράθεσης  με τους Γερμανούς.

Σήμερα είναι – ήταν – ο Βαρουφάκης, ο Λαφαζάνης, εν ενεργεία υπουργοί όπως ο Βαγγ. Αποστόλου του Υπ. Αγρ. Ανάπτυξης, η ηγεσία του ΥΠΟΜΕΔΙ, οι περισσότεροι σχεδόν, που αδιαφορούν για την απορρόφηση του ΕΣΠΑ παρά τα λεγόμενά τους, που διαφωνούν με το ΤΑΙΠΕΔ για την επένδυση των ξεπεσμένων αεροδρομίων κι όπου τη θέση του παλιού αντικομμουνισμού έχει ο μονωμένος ελληνοκεντρισμός, περίτεχνα καλυμμένος λεκτικά με καλλιέπειες και γλυκόπικρους – δήθεν – συναισθηματισμούς.

Η ευκολία κυβερνητικής σύμπραξης ανάμεσα στον μπρουτάλ και ίσως λούμπεν ποιοτικά εθνικισμό των παρακρατικών των Ιμίων, όπως δίνεται από τους ΑΝΕΛ και στον πονηρό αλλά αδυσώπητα αποτελεσματικό αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν και είναι η μόνη φυσική εξέλιξη. Άλλωστε και παλιότερα ο διεθνισμός ήταν αποδεκτός μόνος ως διακρατικότητα με κομμουνιστικές – δήθεν – λαοπρόβλητες δικτατορίες αιματοβαμμένες.

Ο πρώτος διδάξας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης ήταν ταυτόχρονα με την Σπαρτιατική αρχαία ολιγαρχία, με τον Κων/νο, με τον Λένιν, με τον Τσε  και …καμμιά φορά με την 17Ν.  Σήμερα ακούω, πως μπλέκεται κι αυτός  στον αναπόδεικτο – δυστυχώς – κυκεώνα των εξωχωρίων εταιρειών. Ένας στρατιωτικός τύπου ΛΑΟΣ και ΑΝΕΛ, ήταν ο Τσάβες και είναι ο Μαδούρο, τα θαυμαστά εσωτερικά πρότυπα του πλειοψηφικού ΣΥΡΙΖΑ.

Για να μπορεί ν’ αντέχει το σκοινί της σύζευξης παλιού και επίκαιρου εθνικισμού, χρειάζεται και χρειάστηκε η κόλλα του χύδην ποπουλισμού, πολλών πολιτών και διαχρονικώς των περισσότερων κομμάτων. Συνεπώς μια περίκλειστη εθνικιστική απομόνωση, ήταν νομοτέλεια, όπως νομοτέλεια είναι η αντιστροφή του βέλους της φοράς από τον υπόρρητο εθνικισμό  στον οιονεί ορθό λόγο.