Όλοι οι αθεράπευτα ανυποψίαστοι, αισθανθήκαμε έκπληκτοι με την κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ να συμμαχήσει με το κόμμα των ΑΝΕΛ. Και αυτό γιατί μέχρι τώρα ξέραμε το προφανές: Ότι η προγραμματική κυβερνητική συνεργασία ενός αριστερού με ένα ακροδεξιό κόμμα, είναι «παρά φύσιν». Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το εν λόγω ακροδεξιό κόμμα διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά: 1) Έχει ως «ιδεολογικό» του πυρήνα τις θεωρίες συνωμοσίας, επενδυμένες με ακατάσχετο μίσος κατά της Δύσης και αντίστοιχη λατρεία προς τον ανατολικό δεσποτισμό. 2) Ο παραληρηματικός εθνικισμός του, είναι ο ορισμός του ψυχοπαθητικού τυχοδιωκτισμού. Και 3) Είναι ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος του ανορθολογισμού, που μας κατακλύζει με ασυναρτησίες και ό, τι μπορεί να παραγάγει ο κάθε διαταραγμένος νους.
Πάλι όμως λάθος εκτιμήσεις κάναμε ως προς το «παρά φύσιν» της συνεργασίας. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ συμμάχησε με την αλλοπαρμένη αυτή ακροδεξιά, ακριβώς για όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και κυρίως για τον ψυχοπαθητικό τυχοδιωκτισμό της. Μάλιστα, ήταν τόσο σίγουρος για την ορθότητα της επιλογής του, ώστε είχε συμφωνήσει τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, πριν τις εκλογές. Γι’ αυτό και ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο ο κ. Τσίπρας συναντήθηκε αμέσως μετά από τις εκλογές, ήταν ο κ. Καμμένος. Άσε που με την κίνηση αυτή αποκλειόταν εκ των προτέρων η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου, μια και ήταν δεδομένος ο αλληλοαποκλεισμός τους με την ακροδεξιά των ΑΝΕΛ.
Τι όμως ήταν αυτό, το οποίο προκάλεσε την εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ με τον τυχοδιωκτισμό των ΑΝΕΛ; Ήταν η δική του εμπειρία. Η οποία του δίδαξε ότι, το μοναδικό προσόν που απαιτείται για να μετατραπεί μέσα σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο, ένα κόμμα του 4% σε κόμμα του 40%, είναι ο αδίστακτος τυχοδιωκτισμός. Αρκεί η κοινωνία να έχει γυρίσει τη πλάτη στο παρελθόν και να μην έχει επιλέξει το μέλλον της. Όταν δηλαδή βρίσκεται στην – κατά Γκράμσι – εποχή των τεράτων. Αν μάλιστα είναι και πολιτικά ανώριμη, τόσο το καλύτερο. Γιατί τότε ζητάει ως μοναδικό «γιατρικό» το ψέμα, με συνέπεια να αποθεώνει τους δημαγωγούς.
Ήξεραν λοιπόν στο ΣΥΡΙΖΑ ότι, με την ανάληψη της εξουσίας είχαν δύο επιλογές: Η μία να αποδεχθούν το αυτονόητο. Ότι δηλαδή εκτός από τις ιδεοληψίες ή τις μέχρι τότε δημαγωγίες, υπάρχει και η πραγματικότητα. Η οποία επιμένει πως είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας. Ότι δηλαδή δεν δημιούργησαν την κρίση κάποιοι συνωμότες ξένοι ή τα μνημόνια, αλλά η δική μας προηγούμενη διαχείριση. Η αναγνώριση όμως αυτή, όχι μόνον θα απέτρεπε την άρνηση της πραγματικότητας, που ήταν η πρώτη ύλη της δημαγωγίας, αλλά αντίθετα, θα επέβαλλε την ανατροπή της.
Έλα όμως που σ’ αυτή τη περίπτωση, τίποτε δεν θα έσωζε το ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε καν οι οργουελιανοί ευφημισμοί. Έστω δηλαδή και αν μετονόμαζαν τις όποιες συμφωνίες για τη χρηματοδότηση της χώρας σε «γέφυρες» – κάτι άρχισαν να ψελλίζουν σχετικά – ή και με πιο βαρύγδουπους τίτλους, όπως π.χ. «σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης» ή «πολιτική συμφωνία». Διότι ο αφιονισμός της κοινωνίας με το ψέμα, ο οποίος – μην το ξεχνάμε – ήταν κυρίως δικό τους έργο, θα τους «έπνιγε». Αρκεί να βρισκόταν ο κατάλληλος δημαγωγός. Και καταλληλότερος από τους ΑΝΕΛ, δεν υπήρχε. Ο οποίος μάλιστα τους περίμενε «στη γωνία». Και θα βλέπαμε ξανά κρεμάλες στο Σύνταγμα, θα ακούγαμε για Τσολάκογλου και προδότες, θα ετοιμαζόταν το νέο «Γουδή» κ.ο.κ. Με στόχο όμως αυτή τη φορά το ΣΥΡΙΖΑ.
Που πάει να πει πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφερόταν με όρους πραγματικότητας, μετά την πομπή με τις κρεμάλες, θα ακολουθούσε η επανάληψη του δικού του «θαύματος»: Κυβέρνηση ΑΝΕΛ, με όσα αυτό συνεπάγεται.
Η άλλη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να συνεχίσει και ως κυβέρνηση τη δημαγωγική φυγή από την πραγματικότητα και να στραφεί και πάλι κατά των «εχθρών» και των «συνωμοτών» της δύσης. Αυτό όμως θα οδηγούσε αναγκαστικά τη χώρα «στα βράχια». (Όπως διαπιστώσαμε πρόσφατα, αυτό μπορεί να προκύψει όχι μόνο από σκόπιμες κινήσεις, αλλά από την έλλειψη σοβαρότητας, την οποία υποδηλώνουν οι διάφοροι «μπαρουφακισμοί». Οι ανεύθυνες δηλαδή ναρκισσιστικές εκδηλώσεις, του «υπεύθυνου» διαπραγματευτή. Ο οποίος – κατά την έκφραση πραγματικού οικονομολόγου – κάνει «σούζες» με συνεπιβάτη τη χώρα, ενδιαφερόμενος μόνον για την αδρεναλίνη και τον θαυμασμό των θεατών).
Αλλά και στην δεύτερη αυτή περίπτωση της καταστροφής, εκείνοι οι οποίοι και πάλι θα καπηλεύονταν τη δυστυχία που θα έφερνε η άτακτη πτώχευση, θα ήταν οι ΑΝΕΛ. Διότι, το κύριο χαρακτηριστικό του τυχοδιωκτισμού, είναι να καπηλεύεται και να εκμεταλλεύεται όλες τις περιστάσεις. Και τις πιο αντίθετες μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν θα ήταν αυτοί, που θα απαιτούσαν να οδηγηθούν στο «Γουδή» οι καινούργιοι ένοχοι της δυστυχίας.
Ενσωματώνοντας λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ τους ΑΝΕΛ στην κυβερνητική παράταξη, εξασφάλισε απόλυτη πολιτική ασυλία για κάθε κίνηση και για κάθε αποτυχία. Άλλωστε, η «ασυλία» από την πλευρά του φιλοευρωπαϊκού τόξου ήταν δεδομένη. Και αυτό γιατί, αν ως κυβέρνηση συμπεριφερόταν με όρους πραγματικότητας, θα εισέπραττε το χειροκρότημα. Αν πάλι οι «σούζες» του διαπραγματευτή οδηγούσαν στο «μοιραίο», δεν θα μπορούσαμε να τους καταλογίσουμε οτιδήποτε. Διότι «σούζες» υποσχέθηκαν προεκλογικά. Οπότε, ο «σοφός λαός» ψήφισε εν γνώσει του. Και είναι απολύτως αδιάφορο αν πολλοί τους ψήφισαν, επειδή δεν πίστευαν στις υποσχέσεις περί «σούζας». Αυτό αφορά στο ήθος των συγκεκριμένων ψηφοφόρων.
Βεβαίως θα προβληθεί η αντίρρηση: Τέτοιος κυνισμός και τόσος αμοραλισμός; Η απάντηση είναι απλή. Εδώ, με αποκλειστικό σκοπό την πολιτική κερδοσκοπία, επεδίωξαν να επιβραβεύσουν με την προεδρία της δημοκρατίας, τον καπετάνιο που πήδηξε από το καράβι, την ώρα που έριχνε τη χώρα στα βράχια. Που πάει να πει πως δεν γνωρίζουν όρια στον πολιτικό αμοραλισμό τους.
Με όλες λοιπόν τις εκδοχές της, η ένταξη των ΑΝΕΛ στην κυβερνητική παράταξη, παρά τον αμοραλισμό της – ή ίσως και εξ αιτίας του – αναδεικνύεται σε μεγαλοφυή πολιτική κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και ο τίτλος του σημειώματος: ΣΥΡΙΖΑ ο μεγαλοφυής.