Η χθεσινή συνέντευξη σε ραδιοσταθμό του Νίκου Βούτση, στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, και κυρίως η γνώμη του ότι είναι λίγα τα στοιχεία για να αρθεί η ασυλία βουλευτών της Χρυσής Αυγής, είναι πρωτοφανής. Οχι μόνο διότι εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί ως απόπειρα «χαϊδέματος» του νεοναζιστικού κόμματος από ένα «αντιφά» μεν αλλά και αντισυστημικό άλλο κόμμα, που ναι μεν στο παρελθόν είχε κάνει αποκλειστικότητα τον αντιναζί λόγο αλλά σήμερα διψάει για «αντιμνημονιακές» ψήφους. Αλλά κυρίως διότι στηρίζεται σε μια ζωτική παρεξήγηση για τη δικαιοσύνη: ότι η παραπομπή ισοδυναμεί με γνωμοδότηση της Βουλής περί της ενοχής των παραπεμπομένων. Μείζον λάθος.
Η βουλευτική ασυλία δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι βουλευτές είναι πολίτες πρώτης κατηγορίας, σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Οπως σημειώνουν νομικοί, καθιερώθηκε για να μπορούν να αναστέλλονται (όχι να παραγράφονται) ποινικές διαδικασίες που ενδέχεται να παρεμποδίζουν το κοινοβουλευτικό έργο τους. Για να μην μπορεί, ας πούμε, ένας δικομανής να τους τραβολογάει για ψύλλου πήδημα. Αλλά, εικάζω, συμφωνεί ο κ. Βούτσης ότι δεν εμπίπτει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία η περίπτωση των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, που τους έχουμε όλοι δει να καθοδηγούν «μέλη-στρατιωτάκια» σε βιαιοπραγίες κατά ξένων ή και αριστερών.
Η βουλευτική ασυλία είναι αναχρονισμός. Μια πρακτική που επιτρέπει, π.χ., σε βουλευτές να μηνύουν πολίτες για τις απόψεις τους, ενώ εκείνοι μπορούν να οχυρώνονται έναντι των αντιδίκων τους πίσω από τη βουλευτική ασυλία. Η βουλευτική ασυλία είναι μοναδικός τρόπος να λύνει κανείς προσωπικές διαφορές επ? ωφελεία του. Αυτό έχει ήδη επισημανθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχει καταδικάσει κατ? επανάληψιν τη χώρα μας για κακή εφαρμογή από τη Βουλή της ασυλίας (π.χ. υποθέσεις Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας ή Συγγελίδης κατά Ελλάδας).
Σύμφωνα με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών Σταύρο Τσακυράκη (τον σημερινό υποψήφιο ευρωβουλευτή του Ποταμιού), ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικά με τη βουλευτική ασυλία και τη θεωρεί ένα ακόμα δείγμα της ελληνικής αντικανονικής ιδιαιτερότητας, «δεν πρέπει να υπάρχει προηγούμενο δημοκρατίας στην ιστορία της ανθρωπότητας που το νομοθετικό σώμα να επιδεικνύει παρόμοια περιφρόνηση προς την ισονομία» (βλ. εφ. «Ελευθεροτυπία», 3/2/2010). Ο κ. Τσακυράκης κάνει σαφές ότι η άρση της ασυλίας δεν ισοδυναμεί με καταδίκη όσων οδεύσουν προς τα δικαστήρια, αλλά θεωρεί «παράνομη, ανήθικη, αδιάντροπη» την άρνηση άρσης της βουλευτικής ασυλίας βουλευτών έναντι των άλλων πολιτών (πολύ περισσότερο έναντι της δημοκρατίας), ένδειξη μεταξύ άλλων και ακραίου κοινοβουλευτικού συντεχνιασμού.
Ολα αυτά ο κ. Βούτσης θα έπρεπε να τα έχει λάβει υπόψη του, όχι μόνο ως αντιφασίστας αλλά και ως κήρυκας της ισονομίας, της δικαιοσύνης και, ασφαλώς, της δημοκρατίας. Η άρση της ασυλίας και όχι το αντίθετό της είναι ο δημοκρατικός κανόνας.