ΣΥΡΙΖΑ: η βεβαιότητα της επόμενης διάσπασης

Νίκος Αλιβιζάτος 15 Σεπ 2015

Σπεύδω ευθύς εξ αρχής να ξεκαθαρίσω ότι, για μένα, η ψήφος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι διαφορετική από την ψήφο που του δόθηκε τον περασμένο Γενάρη. Οχι γιατί άλλαξε από τότε ο Αλέξης Τσίπρας ούτε γιατί το κόμμα του τάχα «ωρίμασε» μετά την αποχώρηση του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Αλλά γιατί η συμφωνία της 13ης Ιουλίου και η υπογραφή του Γ΄ Μνημονίου, όσο και αν δεν έλυσαν όλες τις εκκρεμότητες, τοποθετούν τον ΣΥΡΙΖΑ στο σωστό στρατόπεδο, δηλαδή από τη μεριά της Ευρώπης. Κάτι που έως τις 12 Ιουλίου ήταν ακόμη ζητούμενο. Αν η ανωτέρω διαπίστωση ισχύει, εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω πια τον Αλέξη Τσίπρα και τους φίλους του ως αντιπάλους, αλλά ως εν δυνάμει συμμάχους, με τους οποίους καλούμαστε να δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη για την έξοδο από την κρίση και την αναγέννηση της πατρίδας στην ενωμένη Ευρώπη. Θα ήταν λάθος παρ’ όλα αυτά να στηρίξει κανείς τη στρατηγική για το ξεπέρασμα των Μνημονίων κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αν παραμείνει στην κυβέρνηση, όχι βέβαια με αυτοδύναμη πλειοψηφία που, με τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα, αποκλείεται, αλλά ως πλειοψηφική συνιστώσα, φοβούμαι ότι θα απογοητεύσει όσους θα ποντάρουν σε αυτόν. Και αυτό, όχι μόνο για τους λόγους που έχουν κατά κόρον προβληθεί τις τελευταίες μέρες (διπλή γλώσσα, ιδεοληψίες, έλλειψη πείρας, απουσία ικανών στελεχών), αλλά για έναν επιπλέον, τον οποίο θεωρώ σπουδαιότερο: τη βεβαιότητα της επόμενης διάσπασης. Σχηματικά, όχι όμως και αυθαίρετα, θα μπορούσε πράγματι να λεχθεί ότι η ιστορία της Αριστεράς, ιδίως εκεί όπου δεν επικράτησε, είναι μια διαδοχή διασπάσεων. Αυτό ισχύει ειδικά για την κομμουνιστική και την κομμουνιστογενή Αριστερά στη χώρα μας, από την ίδρυση του ΚΚΕ (τότε ΣΕΚΕ), το 1918, έως τις μέρες μας. Αρκεί να θυμίσει κανείς, στη δεκαετία του 1920 – 30, τη λεγόμενη «φραξιονιστική μάχη χωρίς αρχές», στην οποία έθεσε τέρμα η επιβολή από τη Μόσχα της ηγεσίας Ζαχαριάδη το 1931, τη διάλυση του κατοχικού ΕΑΜ το 1944 – 45, την «ιστορική» διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 και, τέλος, την αποχώρηση μεγάλου αριθμού στελεχών του ΚΚΕ, το 1991, όταν ο Γιάννης Δραγασάκης απέτυχε για λίγο να εκλεγεί γ.γ. του κόμματος.

Ειδικά στον χώρο των διανοουμένων, που ανέκαθεν η επιρροή τους στην Ελλάδα ήταν πολύ σημαντικότερη από την αριθμητική δύναμή τους, πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες διαφοροποιήθηκαν κατά καιρούς από την ηγεσία, τραβώντας τον δικό τους δρόμο (Πουλιόπουλος, Κορδάτος, Σβορώνος, Πατρίκιος, Koυλουφάκος, Δεσποτίδης, Ραυτόπουλος, για να σταθούμε στους παλαιότερους).

Απεναντίας, οι περίοδοι –ατελούς έστω– ενότητας ήταν τελικά πολύ λιγότερες από εκείνες στις οποίες η ελληνική Αριστερά πορεύθηκε διασπασμένη. Το ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι ότι οι περίοδοι αυτές συνέπεσαν με εντυπωσιακή ενίσχυση της επιρροής της, πολύ πέρα από τα παραδοσιακά σύνορά της, όπως συνέβη επί Κατοχής, οπότε και ηγεμόνευσε στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης (1941 – 44) ή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 – 60, όταν, στο πλαίσιο της ΕΔΑ συνυπήρξαν –έστω και με τριβές– φιλοσοβιετικοί και ανανεωτικοί.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι το φαινόμενο δεν είναι αμιγώς ελληνικό. Υπενθυμίζω τις περιπέτειες της ιταλικής και της γαλλικής Αριστεράς που δείχνουν ότι, ακόμη και σε χώρες με μακρά επαναστατική παράδοση και ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, το ζιζάνιο της διάσπασης διέψευδε κάθε τόσο όνειρα και προσδοκίες. Θυμάμαι πόσο ακατανόητη μας είχε φανεί στη Γαλλία η εγκατάλειψη του Κοινού Προγράμματος και του ευρωκομμουνισμού από το ΚΚΓ, το 1977 – 78, για λόγους τους οποίους δεν φρόντισε ποτέ να εξηγήσει.

Οι διασπάσεις αυτές, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις, είναι βαθιές και κλονίζουν παλιές φιλίες, ακόμη και οικογενειακούς δεσμούς. Ειδικά στην Αριστερά, πάντως, ξεπερνούν κάθε μέτρο. Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στις δίκες τις Μόσχας ούτε στη διαχρονική μεταχείριση των τροτσκιστών από τα Κ.Κ. Ας αρκεσθεί στο λεξιλόγιο και το ύφος που, χωρίς καμιά ντροπή, χρησιμοποιούν κατά των μέχρι χθες συντρόφων τους όχι μόνο ο κ. Λαφαζάνης, αλλά και νεότερα στελέχη, που υποτίθεται ότι εισφέρουν «νέο ήθος» στην πολιτική, όπως ο κ. Βαρουφάκης και η κ. Κωνσταντοπούλου.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που ωθεί την Αριστερά να διασπάται κάθε τόσο και οι αντιπαραθέσεις που επακολουθούν να είναι τόσο τραυματικές και, στις μέρες μας, τόσο κατινίστικες; Να οφείλεται, άραγε, στην έλλειψη πραγματισμού και στην τόσο χαρακτηριστική επικράτηση του ιδεολογικού στοιχείου στις ενδοαριστερές διενέξεις; Ή μήπως στο πολύ συχνά υπερφουσκωμένο εγώ των αριστερών ηγετών; Να φταίει η απουσία της συγκολλητικής δύναμης της εξουσίας; Για το θέμα έχουν γραφεί τόμοι, όχι μόνον από ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες, αλλά και από ψυχολόγους. Δεν είναι της στιγμής να υπενθυμίσει κανείς τη σχετική συζήτηση. Ας αρκεσθούμε, λοιπόν, στη βασική διαπίστωση: Η Αριστερά διασπάται συχνότερα από τη Δεξιά και πάντως, πιο βαθιά από την τελευταία.

 

Αν, όπως πιστεύω, τα ανωτέρω ευσταθούν, τότε η συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ με άλλες «αστικές δυνάμεις» μετά τις εκλογές για την εφαρμογή του Γ΄ Μνημονίου είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει εσωτερικούς τριγμούς και πιθανή νέα διάσπαση, όση ευελιξία και αν επιδείξει ο κ. Τσίπρας, όσους τακτικούς ελιγμούς και αν επιχειρήσει. Ο κίνδυνος, μάλιστα, αυτός θα πολλαπλασιασθεί όσο ισχυρότερη (και άρα όσο πιο αναγκαία για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας) είναι η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη Βουλή. Διότι, εν ονόματι της όποιας «νιότης» και της «συνέπειας» στα παλιά συνθήματα, πολλοί σημερινοί σύντροφοι του κ. Τσίπρα θα διαφοροποιηθούν και πάλι από αυτόν, ενδίδοντας, αν όχι στον κ. Λαφαζάνη, τουλάχιστον στην επαναστατική ρητορεία και στα γνωστά στερεότυπα. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να διαβάσει κανείς το κείμενο που υπέβαλε η τάση των «53» στην τελευταία Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ ή τη συνέντευξη που παραχώρησε μόλις προ ημερών ως υποψηφία, όχι με τη ΛΑΕ αλλά με τον ΣΥΡΙΖΑ, η πρώην αναπληρώτρια υπουργός κ. Χριστοδουλοπούλου. Αν αυτό συμβεί, θα παρακολουθήσουμε και πάλι ανήμποροι το δράμα μιας νέας συριζικής αδελφοκτοκτονίας και, σε έξι μήνες, ή το πολύ σε ένα χρόνο, θα έχουμε και πάλι εκλογές.

Το σενάριο, όμως, αυτό δεν είναι το καλύτερο για να βρει ξανά η χώρα τον ρυθμό της και για να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που θα της δώσει η διαφαινόμενη ευρωπαϊκή ανάκαμψη.