ΣΥΡΙΖΑ για να τελειώνουμε;

Γιαννης Καρακάσης 27 Δεκ 2014

Βλέπω τελευταία φίλους που, ενώ διαφωνούν απόλυτα με τις μορφές του λαϊκιστικού λόγου που διατυπώνονται στην ελληνική πολιτική, δηλώνουν έτοιμοι να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Το σκεπτικό τους είναι ότι πρέπει επιτέλους να δοκιμαστεί και να αποτύχει πανηγυρικά η λαϊκιστική ανοησία ώστε να καταλάβουμε ως λαός ότι οφείλουμε να σοβαρευτούμε, να καταλάβουμε ότι οι λύσεις έχουν κόστος, να αποδεχτούμε ότι χρειάζονται μεταρρυθμίσεις για να αυξηθούν η αξιοπιστία της πολιτικής, η αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Έτσι και αλλιώς την εναλλακτική πολιτική λύση της νυν διακυβέρνησης δεν την λες και μεταρρυθμιστική ή εκσυγχρονιστική. Με λίγα λόγια πρέπει να δοκιμάσουμε μια καταστροφή, να φτάσουμε στον πάτο προκειμένου η μόνη εναλλακτική λύση να είναι η άνοδος, η ανάπτυξη, η βελτίωση.

Ένας καλός φίλος το έθεσε ως εξής: «όπως οι Γερμανοί κατάλαβαν το 1945 ότι ο αρχικά εύηχος λαϊκισμός του Χίτλερ άφησε την χώρα τους σε ερείπια, με εκατομμύρια νεκρούς και αναπήρους και έκτοτε ο ναζισμός τούς είναι απολύτως απεχθής, όπως οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης ξέρουν τι σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου και δεν θέλουν άλλο, έτσι και εμείς πρέπει να αποκτήσουμε και την εμπειρία και την ανοσία στην ανοησία, δεν γίνεται αλλιώς».

Ισχυρίζομαι ότι αυτή η λογική δεν στέκει για πολλούς λόγους:

  • Σε πολλές περιπτώσεις η χώρα μας έφτασε σε πολύ δύσκολες καταστάσεις στην οποία συνέβαλαν καταστροφικές πολιτικές κομμάτων και ηγεσιών. Οι οπαδοί των κομμάτων αυτών δεν απομόνωσαν τις ηγεσίες αυτές ούτε άλλαξαν άρδην τις κομματικές τους προτιμήσεις. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα βρεθεί μια «ηρωική» αφήγηση για να καλύψει το πολύ πιθανό φιάσκο μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ορκίζονται στο όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, που θεωρούν τον Κώστα Καραμανλή εθνικό κεφάλαιο, που ονειρεύονται την επιστροφή του ΓΑΠ, που θεωρούν τελευταία ελπίδα της Ελλάδας τον Σαμαρά κ.ο.κ. για να μην επιστρέψουμε σε παλαιότερες εποχές που για να γίνει η αποκαθήλωση του Ζαχαριάδη χρειάστηκε να επιστρατευθεί ο διεθνής μηχανισμός του ΚΚΣΕ.
  • Η άποψη ότι υπάρχουν μόνο δύο εναλλακτικές λύσεις δεν είναι καθόλου ασφαλής. Η αποσάθρωση του πολιτικού σκηνικού μετά από μια καταστροφή αφήνει ένα κενό που ασφαλώς κάπως θα καλυφθεί. Αυτό το «κάπως» όμως δεν είναι πάντα προβλέψιμο. Σε χώρες που δοκίμασαν καταστροφές, συχνά το κενό καλύφθηκε από τον φασισμό, τον εθνικισμό, την μαφία, τον θρησκευτικό φανατισμό ή από άλλες εναλλακτικές μορφές λαϊκισμού.
  • Οι καταστροφές δεν σωφρονίζουν, αντίθετα δημιουργούν εντάσεις και τραύματα που δύσκολα επουλώνονται. Αν μάλιστα η πολιτική σύγκρουση πάρει ακραίες μορφές φυσικής βίας, η μνήμη της βίας κυριαρχεί για δεκαετίες και η συντήρηση αυτής της μνήμης καθόλου δεν συμβάλλει σε μια ομαλή πολιτική ζωή. Δεν συμπαθώ καθόλου τον κ. Τσίπρα και ίσως θα του άξιζε μια έντονη αποδοκιμασία, αλλά η πολιορκία του στο μέγαρο Μαξίμου από αγανακτισμένους ή ακόμη χειρότερα το λυντσάρισμα του από «προδομένους» δεν θα είναι καλό για την Δημοκρατία μας. Μας φέρνει πιο κοντά στο Ιράκ και τη Λιβύη παρά στην φιλελεύθερη δημοκρατία της Ευρώπης.
  • Είτε η κοινωνία διαθέτει τις δυνάμεις που έχουν την θέληση και την δυνατότητα να οδηγήσουν σε ένα δρόμο εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης είτε όχι. Αν ναι, κάπου θα τις έβλεπε κανείς και κάπως θα είχαν επιδράσει στην πολιτική σκηνή ώστε να μην φθάσουμε ως εδώ. Αν όχι, είναι μάλλον απίθανο οι δυνάμεις αυτές να προκύψουν από μια καταστροφή ή από μια σύγκρουση στην οποία συγκρούονται διαφορετικές μορφές λαϊκισμού και στενής κομματικής ιδιοτέλειας. Αντιθέτως μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα οι υγιείς δυνάμεις είναι πιθανότερο να συνθλιβούν μέσα στο κλίμα της μισαλλοδοξίας.

Αλλά ίσως η πιο σημαντική ερώτηση είναι «τις έχει αυτές τις δυνάμεις σήμερα η Ελλάδα;». Αν ρίξουμε μια ματιά στους επιχειρηματίες, στους διανοουμένους, στους συνδικαλιστές, στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης θα δούμε ότι οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης είναι και ασθενείς αριθμητικά και απρόθυμες να δώσουν την μάχη για την διεκδίκηση ενός διαφορετικού μέλλοντος. Η πλειονότητα (και πλειοψηφία) όλων αυτών των ομάδων έχει εξελιχθεί με τρόπο που μπορεί να συναλλάσσεται με την κρατική εξουσία χωρίς να προσδοκά μια συνολική βελτίωση για το σύνολο της κοινωνίας. Κάποιοι θα βρουν τον τρόπο (ή τον έχουν ήδη βρει) ώστε να αποσπάσουν ότι χρειάζονται. Οι άλλοι, και δη οι σιωπηλοί μεταρρυθμιστές, συχνά έχουν μια δημιουργική ζωή ως επιστήμονες, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι ή δημοσιογράφοι την οποία δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν για να εμπλακούν στον σκυλοκαβγά της τρέχουσας πολιτικής, εκλιπαρώντας ανυπόληπτους δημοσιογράφους για λίγα λεπτά δημοσιότητας, ανταλλάσσοντας επιχειρήματα επιπέδου Σκουρλέτη ή Βούλτεψη. Κατανοητό μεν, αλλά δυσοίωνο για την πολιτική ζωή της χώρας, αφήστε που σε μια χώρα που καταρρέει καμιά δημιουργικότητα δεν διασώζεται. Από την άλλη η διασπορά των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, οι αρχηγισμοί, η αδυναμία συνεννόησης και εξεύρεσης κοινού τόπου κάνει ακόμη πιο δύσκολη την εξεύρεση λύσης και συγκρότησης ενός μετώπου για την αλλαγή της χώρας.

Δεν υπάρχει εύκολη λύση, το ξέρουμε όλοι, αλλά ξέρουμε επίσης από τον Επιτάφιο του Περικλή ότι η απόσυρση από την πολιτική μάχη δεν είναι τιμή. Και όταν όσοι έχουν κάτι να δώσουν αποσύρονται έρχονται μόνο αυτοί που θέλουν κάτι να πάρουν. Και αν υπάρχει μια μάχη να δοθεί, η ώρα είναι τώρα και όχι μετά την καταστροφή.