Στο μακρινό πια 1981, το ΠΑΣΟΚ, με μυθικό εκλογικό ποσοστό, σχηματίζει αυτοδύναμη Κυβέρνηση. Στην πρώτη του συνέντευξη σε γνωστό τηλεοπτικό κανάλι των ΗΠΑ, ο Α. Παπανδρέου αναλύει κάποια στοιχεία της νέας εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Με ρητορική και επιχειρήματα, ενοχοποιεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τις πολιτικές που άσκησαν στην Ελλάδα, με μια διαφορά σε σχέση με προεκλογικώς λεχθέντα από τον ίδιο. Δεν υπονοεί το παραμικρό που να διαφοροποιεί δραματικά το υπάρχον, τότε, στάτους. Η απομάκρυνση από το ΝΑΤΟ παραπέμπεται στη στρατηγική διάλυσης και των δύο σχηματισμών, δηλ. αυτού και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το ξήλωμα των επαίσχυντων βάσεων του θανάτου δρομολογείται ως ειδικό καθεστώς απομάκρυνσης (κι αυτό μελλοντικά), η συμμαχία με τις ΗΠΑ, στηριγμένη στην οιονεί ακατάλυτη ελληνοαμερικανική φιλία (τρανό παράδειγμα της οποίας και ο ίδιος), παραμένει, με την ανίσχυρη απειλή εκ μέρους του για μια πιο ισχυρή φωνή της Ελλάδας… και ως εδώ. Οι επικοινωνιολόγοι, την άλλη μέρα, διείδαν την εθνική υπερηφάνεια σε όλη την έκτασή της, από κοντά και τμήματα της κοινής γνώμης έμπλεα ενθουσιασμού μετουσίωναν στους εαυτούς των την θαρραλέα στάση του Ανδρέα.
Στο μεταξύ, οι πιο καχύποπτοι είχαν μαρκάρει τις αλληλοδιάδοχες αλλαγές θέσεων για την ΕΟΚ. Το πρώην ομοιόβαθμο με το ΝΑΤΟ συνδικάτο από το οποίο τάχιστα θα αποχωρούσαμε, έγινε σε λίγες νύχτες ένας χρήσιμος διεθνικός οργανισμός, καπιταλιστικός ασφαλώς, με τον οποίο θα δομούσαμε μιαν ειδική μορφή συνεργασίας κατά το μοντέλο της Νορβηγίας και πάντως με την διενέργεια δημοψηφίσματος. Τα κύρια διακυβεύματα της ΕΟΚ για τις χώρες του Νότου, ήσαν τα γεωργικά και αλιευτικά προϊόντα και έτσι η τοποθέτηση του ευρωπαϊστή Κ. Σημίτη, ως πρώτου Υπ. Γεωργίας της Κυβέρνησης του 1981, πολλούς παραξένεψε, αλλά οι πιο πονηροί αντιλήφθηκαν την οριστική αλλαγή στάσης και πολιτικής ως προς την Κοινότητα, του Α. Παπανδρέου προσωπικά.
Κι έτσι, λένε πάλι, ηρέμησε κι ο Πρόεδρος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, πρωτεργάτης ο ίδιος της ένταξης. Ο Φ. Μιτεράν συνήθιζε να λέει, με τον χαρακτηριστικό πειστικό κυνισμό του, πως ανάμεσα στην προεκλογική και την μετεκλογική κατάσταση, έχει υπάρξει κάτι αμετάκλητο και καθοριστικό, οι εκλογές. Και με βάση αυτόν τον αυτοεκπληρούμενο συλλογισμό πορεύονται όλοι οι πολιτικοί, με την εξαίρεση ίσως κάποιων λίγων που κοινοποιούν προεκλογικώς τις μετεκλογικές δυσκολίες και δεσμεύσεις.
Αρκετά χρόνια μετά, ο μετακομμουνιστικός ΣΥΡΙΖΑ, διπλοπροσωπούμενος συνήθως ως Τσίπρας, Σταθάκης, Δραγασάκης εξωτερικού αφενός και ως λοιπός ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικού δια του Λαφαζάνη και άλλων, δείχνει πολύ λιγότερο θελκτικά από τον πρώιμο Ανδρέα, είν’ αλήθεια, να ακολουθεί την πεπατημένη του.
Μόνον που το Σύνταγμα, την Κυριακή της μομφής, δεν βούλιαξε από τους πολίτες, μόνον που προηγήθηκε ο Μ. Γλέζος, που με την εμπειρία της παλιάς του συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ κάτι παραπάνω θα ?ξερε, τινάζοντας τα θεωρήματα περί διακυβέρνησης της οικονομίας του Γ. Μηλιού στον αέρα, μόνο που την ίδια στιγμή η κόκκινη Πλατφόρμα βιάζεται πολύ για την έξοδο από την Ευρωζώνη, μόνον, μόνον, δεκάδες αμφίθυμα και αμφίσημα μόνον.
Πάλι η παραπλάνηση του εκλογικού σώματος, εκατομμυρίων χειμαζομένων Ελλήνων πολιτών, ροκανίζοντας την εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Κι αν ποτέ οι ΣΥΡΙΖΑΙΟΙ κυβερνούσαν, αφού εγκαλούσαν τους Τόμσεν και τον καταστροφικό παγκοσμιοποιημένο καταστροφικό καταμερισμό εργασίας, θα δούλευαν συστηματικά πάνω στις διακρατικές δεσμεύσεις δανειζομένων και δανειστών, ολοφυρόμενοι για τις καμμένες ή ΚΑΜΜΕΝΕΣ γαίες που αναγκάστηκαν να παραλάβουν προς διαχείριση. Και προφανώς δεν είναι τυχαία η δημοσκοπική στασιμότητα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Η κοινωνία, παρά τους τραυματισμούς της από την μονολιθική αγανάκτηση της προηγούμενης διετίας, πέρασε στο στάδιο της αμφιθυμίας, αρχίζοντας να καταλαβαίνει πως Ανάσταση νεκρών δίχως νεκρούς, δεν υπάρχει. Κι έτσι, ενώ μπορεί και λοξοκοιτάζει ακόμα προς το θυμικό και την οργή, διερευνά και τον Λόγο μπας κι ανακαλύψει ψήγματα κάποιων σχεδίων για το μέλλον. Είναι η γνωστή τετραδική ψυχαναλυτική αρχή: πένθος, κατάθλιψη, οργή, δημιουργικότητα.
Το ατύχημα με την παρούσα πολιτική τοπογραφία είναι πως ακόμα δεν είναι απολύτως ορατοί οι άλλοι συσχετισμοί που θα επέτρεπαν στους πολίτες να επιβάλλουν πολιτικές πέραν των μνημονίων, ακόμα και σήμερα που εφαρμόζονται, αλλά κι έξω από τις διαχρονίες των οβιδιακών μεταμορφώσεων των εκάστοτε μεγάλων κομμάτων. Κι αυτή είναι μια μεγάλη συντηρητική καθήλωση ατόμων και συλλογικοτήτων. Προφανώς χρειαζόμαστε και κάτι άλλο μαζί με τη συναίνεση και πέραν των προσεχών σκηνών του ΣΥΡΙΖΑ και των τόσο μακρινών απουσιών της ΔΗΜΑΡ.