Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η πρόσκληση της Τουρκικής πλευράς για την επανάληψη των «διευρευνητικών» συζητήσεων είναι μια επιτυχία της χώρας μας. Στην ουσία, η ηγεσία της γειτονικής χώρας υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την αλλοπρόσαλλη επιθετική ρητορική και, κυρίως, πρακτική της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, πόσο επικίνδυνες ήταν οι απόψεις περί άμεσων δυναμικών απαντήσεων στις τουρκικές προκλήσεις.
Η αναδίπλωση αυτή δεν έγινε επειδή άλλαξε μυαλά ο Ερντογάν και εγκατέλειψε τα μεγαλεπίβολα επεκτατικά του σχέδια. Οφείλεται στην αλλαγή των συνθηκών και των συσχετισμών, τόσο διεθνώς, όσο και στο εσωτερικό της χώρας του. Δεν (θα) υπάρχει πια ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι «κυρώσεις» βρίσκονται επισήμως στην ΗΔ του επόμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενώ η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας και η δημοφιλία του βρίσκονται σε κατακόρυφη πτώση.
Η ελληνοτουρκική διένεξη βρίσκεται, αυτή τη στιγμή, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του διεθνούς παράγοντα που θέλει να διασφαλίσει την κατά το δυνατόν άμεση και ειρηνική επίλυση των διαφορών. Παρουσιάζεται μια σημαντική ευκαιρία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί από την ελληνική πλευρά. Ας μην επικρατήσουν οι ακραίες φωνές που απορρίπτουν εκ των προτέρων τη σημασία του διαλόγου και επιμένουν να ονειρεύονται «δικές μας» γαλανόλευκες πατρίδες. Ούτε και αντιπολιτευτικές λογικές σαν αυτή που περιέχεται στη χθεσινή ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζοντας τις εποχές ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Ας μην έχουμε, επίσης, αυταπάτες για ουσιαστικές μετακινήσεις των δύο πλευρών από τις διακηρυγμένες θέσεις τους. Δεν είναι καμιά διατεθειμένη να αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας ουσιαστικής μετακιλνησης-συμβιβασμού. Η μόνη ρεαλιστική διέξοδος, με τα σημερινά δεδομένα, είναι η συμφωνία και υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή στο δικαστήριο της Χάγης της διευθέτησης των θαλασσίων ζωνών και όλων των σχετιζομένων με αυτήν θεμάτων υφαλοκρηπίδας και εναερίου χώρου που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το διεθνές δίκαιο.