Το τι απαιτούσαν οι περιστάσεις είναι προφανές: τα κόμματα, με βάση τη λαϊκή ετυμηγορία της 6ης Μαΐου, όφειλαν να συγκροτήσουν κυβέρνηση ευρείας πλειοψηφίας, στη βάση ενός μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού ιστορικού συμβιβασμού, και να διεκδικήσουν μία ρεαλιστική επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Δυστυχώς, έκαναν ακριβώς το αντίθετο, αποφεύγοντας να επωμισθούν τις ευθύνες που απαιτούσαν τα συμφέροντα της χώρας και η συγκεκριμένη συγκυρία.
Είναι προφανές ότι η «συνταγή» του μνημονίου σε συνδυασμό με την κάκιστη υλοποίησή της δεν «βγαίνει», ούτε οικονομικά, ούτε κοινωνικά. Ηλίου φαεινότερο είναι, επίσης, ότι «καταγγελίες» και μονομερείς λύσεις οδηγούν σε έξοδο από το ευρώ. Κάθε άλλο, συνιστά αυταπάτη.
Αν και η νίκη του Ολάντ αποτελεί θετική εξέλιξη, καθώς ωθεί στην αναθεώρηση της γερμανικής πολιτικής, ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν πρέπει και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «μπλόφα». Πρόκειται για «σταθμισμένο» ενδεχόμενο μέσα σε μια πολύπλοκη «σκακιέρα» συμφερόντων. Οπως υπάρχουν ευρωπαϊκές δυνάμεις που εκτιμούν ότι είναι καλύτερο η Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ, άλλο τόσο υπάρχουν και εκείνοι που βλέπουν τη χώρα μας ως μια «χαμένη υπόθεση» και επεξεργάζονται «φόρμουλες» εξόδου.
Σε κάθε περίπτωση, ουδείς μας παρέχει «λευκή κάρτα». Κατανοούν πλέον αρκετοί την ανάγκη αλλαγών και τροποποιήσεων μιας εξουθενωτικής για την οικονομία και την κοινωνία πολιτικής, αλλά επιμένουν – και ορθά – στη μείωση των ελλειμμάτων, τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Οσο λάθος είναι να υποτιμούμε τις ευκαιρίες που δημιουργούν για την Ελλάδα οι ευρωπαϊκές ανακατατάξεις, άλλο τόσο λάθος είναι και η υπερεκτίμησή τους.
Στο κλίμα που διαμορφώθηκε, ο δεξιός συντηρητισμός και ο αριστερός μαξιμαλισμός οδηγούν τη χώρα στις κάλπες.
Ο κ. Σαμαράς, υπό το βάρος του απογοητευτικού εκλογικού αποτελέσματος, επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τον συντηρητικό – νεοφιλελεύθερο χώρο, με βάση το δίλημμα παραμονή ή έξοδος από το ευρώ, την ίδια στιγμή που δημιουργεί συνθήκες «πόλωσης και φόβου» με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική αυτή μπορεί πιθανώς να ενισχύσει τα εκλογικά ποσοστά της ΝΔ, απέχει όμως πολύ από το να συνιστά μια βιώσιμη για τη χώρα πολιτική λύση, καθώς επί της ουσίας εμπνέεται από εξαιρετικά συντηρητικές απόψεις.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει σε μια αντιμνημονιακή πολιτική, με έντονα όμως λαϊκίστικα στοιχεία και διφορούμενες διατυπώσεις, εν σχέσει με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Φαίνεται να προσδοκά περισσότερο ψήφους αποδοκιμασίας πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα, παρά επιδιώκει μια προοδευτική, ρεαλιστική και υπεύθυνη διακυβέρνηση, για την επόμενη ημέρα.
Ο νέος αυτός «διπολισμός» (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ), παρ’ όλες τις πολιτικές αδυναμίες του, συμπιέζει το ΠΑΣΟΚ, που κινείται με «θολή» ακόμα στρατηγική και τακτική, καθώς εξακολουθεί να διεκδικεί τον ρόλο του… καλύτερου διαχειριστή του μνημονίου, πράγμα που του αποστερεί οποιαδήποτε «δυναμική».
Η συνεργασία ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε μια προοδευτική ευρωπαϊκή βάση, παραμένει ζητούμενο. Ένα ζητούμενο, που πιθανότατα θα βρούμε πάλι μπροστά μας και την επόμενη ημέρα των νέων εκλογών…