Συντηρητικές κομματικές δυνάμεις

Θάνος Βερέμης 04 Ιαν 2015

Οταν απομακρύνεται κανείς από την πατρίδα του, καταφέρνει να τη δει με τα πραγματικά της χρώματα. Αντιλαμβάνεται έτσι ότι η κρίση μας, πριν γίνει δημοσιονομική, ήταν κιόλας ηθική, πολιτική και κοινωνική.

Η Ελλάδα από την αρχή της διαδρομής της ως έθνος–κράτος γνώρισε δύο παράλληλες και αντίπαλες πραγματικότητες: Εκείνη του διαφωτισμού και του εκσυγχρονισμού με ηγέτες όπως ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος και ο Καραμανλής, και από την άλλη, την παραδοσιακή κατακερματισμένη κοινωνία, της οικογενειοκρατίας, των φατριών και των πελατειακών δικτύων. Στις μέρες μας φαίνεται ότι επιβάλλεται η δεύτερη. Οι φιλόπονοι, οι μορφωμένοι και οι αξιοκράτες παραγκωνίστηκαν από τους αυθαίρετους, τους κομματικούς και τους τοπικούς παράγοντες. Σε ένα σύστημα χωρίς αξιοκρατικούς κανόνες διαδοχής, ο μέτριος φέρνει τον κακό και εκείνος τον χειρότερο. Βαδίζουμε έτσι πλησίστιοι προς τον αρπακτικό τριτοκοσμισμό.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου αρίστευσε στην τέχνη της επανεκλογής. Ετσι ανακατένειμε στους Ελληνες τα πολλά δάνεια που σύναψε από το εξωτερικό, χωρίς όμως να τους εξηγήσει ότι τα καλά που εισέπραξαν θα τα επέστρεφαν σε μελλοντικό χρόνο. Και μάλιστα, με τη μορφή δυσβάστακτων φόρων. Η Ν.Δ. μιμήθηκε το ΠΑΣΟΚ σε δύο μέτωπα: της αύξησης του εξωτερικού χρέους και της μεγέθυνσης του δημόσιου τομέα. Το 1980 το δημόσιο χρέος ήταν 23% του ΑΕΠ. Το 1989 έγινε 60% και ώς το 1994 είχε φτάσει το 100%. Επί Ν.Δ. σκαρφάλωσε στο 130%. Το 1971 ο δημόσιος τομέας διέθετε 320.000 υπαλλήλους, το 1981, 500.000, το 1991, 700.000 και επί Νέας Δημοκρατίας πλησίασε το εκατομμύριο.

Η συνεργασία Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ υπήρξε το μη χείρον, αλλά όχι και το βέλτιστο. Η τάση των δύο κομματικών – πελατειακών δικτύων να καταφεύγουν σε μετριότατα στελέχη τους για να στελεχώνουν την κυβέρνηση, ιδιαίτερα με τον τελευταίο ανασχηματισμό, δηλώνει την αδυναμία τους να ξεπεράσουν τον δομικό συντηρητισμό τους και τη μετριοκρατία που διακονούν.

Η αντιπολίτευση εκφράζει τη συντήρηση παλιών ιδεών με τη συμπάθειά της προς κάθε επαναστατημένο, ταραξία ή παραβατικό. Σημαντική θέση κατέχουν οι πάσης μορφής καταστροφείς του πανεπιστημίου, οι γνωστοί – άγνωστοι των διαδηλώσεων και οι γόνοι των αστικών οικογενειών, που προβάλλουν τη γονική ανεπάρκεια σε ένα αδύνατο κράτος. Με τον τρόπο αυτό διαιωνίζονται οι αρματολικές εκδηλώσεις κατά του κράτους και οι αυτοδικίες παντός τύπου.

Παρά τη διπολική αφετηρία μας με τον προοδευτισμό να αντιμάχεται τον συντηρητισμό, αποκτήσαμε πλέον δύο συντηρητικές εκδοχές της πολιτικής, την παραδοσιακή και τη νέα. Η δεύτερη έχει ως σημείο αναφοράς τον προφήτη του δεκάτου ενάτου αιώνα, τον επαναστάτη του 1917 και τα εβδομήντα χρόνια του Μαρξισμού – Λενινισμού που ξαναέκαναν τη Σοβιετική Ενωση, Ρωσία.

Ο μέσος οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ τέρπεται από την ιδέα ότι η ασυδοσία έναντι του κράτους είναι κοινό φυσικό δικαίωμα και όχι αποκλειστικότητα των προνομιούχων. Μπορεί αυτή η λογική να θωπεύει τα αυτιά μεγάλου ποσοστού ψηφοφόρων, όμως μεγεθύνει την καθημερινή ανομία και ασφαλώς ευνοεί τους ισχυρότερους.

Το κύριο όμως προσόν του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν μοιράζεται με τους κυβερνητικούς εταίρους την ευθύνη για την κρίση. Δεν είναι τα βιογραφικά του πολιτικού του προσωπικού, ούτε η διεθνής απήχησή του που μαγεύουν τους εξοργισμένους οπαδούς του, είναι μια τιμωρητική διάθεση που είναι πιθανό να πλήξει το κοινωνικό σύνολο. Αλλους πολύ και άλλους λιγότερο. Προσόν λογίζεται ακόμα η έλλειψη σοβινισμού, όπως και η ανοχή για τον «άλλο» σε κάθε εκδήλωση του κοινωνικού βίου. Αυτές ήταν οι αρετές που το ΚΚΕ Εσωτερικού και ο παλιός Συνασπισμός κληροδότησαν στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, δεν φτάνουν για να τον κάνουν προοδευτικό.

Δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κατασκευάσει μια νέα θεωρία ταιριαστή με την ελληνική κρίση. Αρκείται στην επανάληψη συνταγών του παρελθόντος, δοκιμασμένων και αποτυχημένων: Μεγάλο κράτος, εθνικοποιήσεις και την ελληνική πρωτοτυπία των ΔΕΚΟ για να τις νέμονται οι εκάστοτε κυβερνώντες και οι κομματικοί συνδικαλιστές. Χρηματοδότης των ελλειμμάτων δεν θα είναι βέβαια άλλος από τους φορολογουμένους, και μάλιστα αυτούς που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν.

Καθώς πλησιάζει στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ στο ιδεολογικό πεδίο ζει το όνειρο της Οκτωβριανής Επανάστασης των ταινιών του Αϊζενστάιν. Εκατό χρόνια μετά το γεγονός, σε πλανήτη όπου καλώς ή κακώς επικράτησε ο καπιταλισμός, δεν υπάρχει πια η Σοβιετική Ενωση, ούτε η Κίνα του Μάο. Υπάρχει αντ’ αυτών μια Ρωσία στα όρια της χρεοκοπίας και μια Κίνα με ολότελα δικές της προτεραιότητες.

Με τον καινούργιο χρόνο, πλησιάζουμε στις εκλογές που θα σημαδέψουν αποφασιστικά το μέλλον μας. Ισως η μόνη προτροπή που έχει σημασία, είναι να αναζητήσουμε τον μέγιστο αριθμό υποψηφίων με κάποιο έργο στον βίο τους πριν ενταχθούν στην πολιτική. Υποψηφίους προοδευτικούς που, επιτέλους, θα αναζητούν λύσεις για το αύριο και όχι το χθες.