Η ελληνική κρίση, τμήμα μιας ευρύτερης διεθνούς οικονομικής κρίσης, έριξε φως και σε αμιγώς ελληνικές πραγματικότητες ανασύροντας στην επιφάνεια σκοτεινούς ως τώρα ή παρασιωπούμενους τρόπους και λειτουργίες της ελληνικής πολιτείας, οικονομίας και κοινωνίας. Αυτούς ακριβώς θα μπορούσε να επηρεάσει μία συνταγματική αναθεώρηση, και σε αυτό βρίσκονται τόσο η αξία όσο και τα όριά της.
.
Η λειτουργία του πολιτεύματος.
.
Νομίζω ότι το Σύνταγμα του 1975, γενικά, ανταποκρίθηκε στις θεσμικές υποσχέσεις που έδωσε όταν ψηφιζόταν. Διασφάλισε ελευθερίες, απορρόφησε όλες τις εντάσεις και κρίσεις, οι συνταγματικοί θεσμοί παρήγαγαν, κάθε φορά που χρειάσθηκε, τις αναγκαίες αποφάσεις. Η κρίση δεν παρέσυρε την θεσμική λειτουργία του πολιτεύματος, αντίθετα την δικαίωσε. Κανέναν συνταγματικό θεσμό δεν καταπόντισε η κοινωνική ένταση και το πολιτικό και οργανωτικό κόστος από την υιοθέτηση μιας εξαιρετικά δυσάρεστης και απεχθούς άγριας λιτότητας και επώδυνων θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Οι συνταγματικοί θεσμοί έκαναν ό,τι όφειλαν: έλαβαν αποφάσεις.
.
Ενδεικτικά: την βαρειά, υπαρξιακή ίσως συνέπεια των δύσκολων αποφάσεων ανέλαβαν κόμματα (ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία) και πρόσωπα ( οι βουλευτές). Απορημένοι, πικραμένοι, αντιμετωπίζοντας εκρήξεις γνήσιας λαϊκής οργής αλλά και διασυρμούς από κάθε τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική (για να θυμηθώ τον Σαββόπουλο), διαβλέποντας αρκετοί και τον εκλογικό και πολιτικό τους καταποντισμό, ψήφισαν ωστόσο τις δέσμες των μέτρων που τότε έκριναν εφικτές και απαραίτητες. Έτσι η βουλή ως θεσμός κράτησε την πολιτική ζωή μέσα στο συνταγματικό πλαίσιο και την χώρα μέσα στο ευρώ. Αλλά και το εκλογικό σώμα αφενός συνήλθε –πράγμα όχι αυτονόητο με βάση την ελληνική ιστορική εμπειρία- και αφετέρου έλαβε τις κρίσιμες αποφάσεις ώστε να έχει η χώρα και κυβέρνηση και πολιτική με μόνο αντίτιμο δύο διαδοχικές εκλογικές μέσα σε 45 μέρες.
.
Το Σύνταγμα λοιπόν, μπορεί μερικές φορές να τεντώθηκε και να τεντώνεται, άντεξε όμως, και ήδη φιλοξενεί την νέα πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Αν αυτό φαίνεται αυτονόητο υπενθυμίζω: η κρίση του 1965 παρέσυρε, καταρράκωσε και τελικά κατεδάφισε και το Σύνταγμα και τους θεσμούς του.
.
Ο συνταγματικός λόγος.
.
Υπό την πικρή σκιά της βάρβαρης, αν και με διαβαθμίσεις, στέρησης ελευθεριών από την λήξη του εμφυλίου μέχρι την πτώση της χούντας, ο συνταγματικός λόγος από το 1975 και μέχρι σήμερα θεμελιώθηκε σε μία κατά βάση εγγυητική των ελευθεριών και αμυντική των «κεκτημένων» θεώρηση των πραγμάτων. Με την εμβληματική έκφραση του Αριστόβουλου Μάνεση το συνταγματικό δίκαιο βιώθηκε «ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», ενώ η δημοκρατική αρχή, η ανώτατη συνταγματική αρχή στην συνταγματική μας τάξη συνοψίσθηκε στο ότι: «Ο λαός, ως κυρίαρχος, δύναται να θέλη ο,τιδήποτε, αρκεί ότι το θέλει.»
.
Όμως η αδυναμία αποπληρωμής του δημόσιου χρέους το 2009 άλλαξε τα πράγματα: αφού ο λαός, ως κυρίαρχος δύναται να θέλη ο,τιδήποτε, αρκεί ότι το θέλει, γιατί δεν δύναται και να έχει ο,τιδήποτε, αρκεί ότι το θέλει; Η συνταγματική παγίωση των ελευθεριών και των κοινωνικών κατακτήσεων εκλαμβάνονταν, αυτόματα, ως η υλοποίησή τους. Όμως δεν ήταν. Παραφράζοντας τον Παύλο Καλλιγά: καλοπροαίρετος ο Έλλην «μεθερμήνευε τα συντάγματα και τα πολιτεύματα και μετά ταύτα δεν ηδύνατο να εννοήσει πως δεν εκτελούντο, ενώ ούτε εις την ορθογραφίαν ούτε εις την φρασεολογίαν δεν υπήρχεν λάθος».
.
Τι να έφταιξε;
.
Στην πορεία από το 1975, ανεπαισθήτως, η τόσο αναγκαία και τόσο περιπόθητη δημοκρατία εκτράπηκε σε λαολαγνεία: ο,τιδήποτε θώπευε λαϊκά ώτα (ή και άλλα μέλη του λαϊκού σώματος) ήταν ”δημοκρατικό” -αξιοσέβαστο ιδεολογικά, νομιμοποιημένο πολιτικά και κατοχυρωμένο συνταγματικά. Η έννοια ”δημόσιο συμφέρον” υπονομεύθηκε συστηματικά και αποτελεσματικά τόσο από φιλελεύθερα όσο και από λαϊκιστικά ρεύματα: κάθε καπρίτσιο ή κουτσαβάκικη απαίτηση ήταν ανθρώπινο δικαίωμα και λαϊκή επιταγή. Ο πακτωλός δημοσίων χρημάτων –εθνικών και κοινοτικών- εκλήφθηκε ως δικαίωση της καπατσοσύνης του Έλληνα και όχι ως αντίκρισμα της συμμετοχής του σε μία παραγωγική κοινότητα οικουμενικών διαστάσεων. Ανέδειξε το ιδανικό ενός καταναλωτή που υπάρχει για να καταναλώνει διαρκώς περισσότερο, χωρίς να παράγει τα αντίστοιχα.
.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν, πρακτικά, η εκποίηση της χώρας στους δανειστές της. Η εκποίηση αυτή μεταβαλλόταν σε δημοκρατικό αίτημα, αρκεί, κατά την μελαγχολικά έγκαιρη διαπίστωση του Παναγιώτη Κονδύλη ”ο ‘λαός’ να ζητά την εκποίηση αυτή’”, πράγμα που και συνέβη, ώστε, τελικώς ”η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος (…) κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική και οικονομική ανάπτυξη –κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε αγωγός εκποίησης της χώρας με αντάλλαγμα την δική της, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου.”
.
Η κοινωνική και υλική δικαίωση της δημοκρατίας και των ελευθεριών.
.
Σήμερα το ζήτημα δεν πια η έλλειψη ελευθεριών, αλλά ούτε και η πλησμονή τους. Είναι κοινωνική και υλική δικαίωση των ελευθεριών και της δημοκρατίας –του πολιτεύματος των φτωχών κατά τον Αριστοτέλη. Για όσους μάλιστα επαγγέλλονται αλλαγή της κοινωνίας, μια συνταγματική κατασκευή που θα κατέτεινε, εκτός από την θραύση του φαύλου δεσμού ψήφου-παροχής στον οποίο στηρίχθηκε η πορεία μας στην χρεωκοπία, και στην αναπτυξιακή αναδιοργάνωση του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας –δηλαδή την παραγωγή πλούτου- δεν μπορεί παρά να είναι μείζων προτεραιότητα. Η δημιουργική αξιοποίηση του υλικού και ανθρώπινου δυναμικού της ελληνικής κοινωνίας δεν ορθό να εναποτίθεται αποκλειστικά και μόνο στο ιδιωτικό/καπιταλιστικό κέρδος ούτε να ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με αυτό –αυτή είναι μία πλευρά του ζητήματος. Ούτε αρκεί ως απάντηση η παράδοξη λατρεία ενός κρατισμού με καταβολές στον παλαιό Καραμανλή και το πελατειακό κράτος και ιδεολογική θεμελίωση σε κάτι σαν το discours ενός πάλαι ποτέ, π.χ., Τσαουσέσκου. Παραμένει όμως, απειλητικό, το στυφό γεγονός ότι η παραγωγική παρακμή της χώρας βλάπτει πολύ περισσότερο τον εργαζόμενο λαό και τον άπελπι άνεργο και πολύ λιγότερο το κάθε χαϊδεμένο κρατικοδίαιτο life style τύπο που παριστούσε επί χρόνια και χρόνια τον «επιχειρηματία».
.
Η πείρα από την οικονομική κρίση και το ευρύτερο έδαφος των διεθνών εξελίξεων στους χώρους όπου ανήκει και θα κινηθεί η εμπλουτισμένη και με στρατηγικά πολλούς αλλοεθνείς ελληνική κοινωνία δίνουν στην επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση δυνατότητες και προοπτικές –βεβαιότητες δεν εξασφαλίζει κανένας.
.
O Γιάννης Ζ. Δρόσος, είναι Καθηγητής του συνταγματικού δικαίου στην Νομική Σχολή Αθηνών