Τον Απρίλιο του 2012, με απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας κ. Μπαμπινιώτη, αποσύρθηκε από τα σχολεία το βιβλίο ελληνικής ιστορίας της κυρίας Ρεπούση, ιστορικού και βουλευτή σήμερα της ΔΗΜΑΡ. Αντικαταστάθηκε μάλιστα από ένα βιβλίο, το οποίο θυμίζει κάτι από τα παλιά. Αν ήμουν προκλητικός, θα προσδιόριζα μάλιστα και από το πόσο παλιά.
Τις τελευταίες μέρες παρατηρείται μια αναζωπύρωση των «κριτικών» κατά της συγγραφέως αυτού του βιβλίου. Στην παρουσίαση του βιβλίου της Τα Μαρασλειακά 1925-1927 (Πόλις), που πραγματοποιήθηκε στα Χανιά, στελέχη των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» και δήθεν μεμονωμένοι πολίτες, διέκοψαν την εκδήλωση υβρίζοντας και απειλώντας τη συγγραφέα, τους παρουσιαστές και τους άλλους παρευρισκόμενους. Πριν από λίγες μέρες, στην ιστορικό επιτέθηκε ο δήμαρχος Μεσολογγίου, Παναγιώτης Κατσούλης, επειδή αυτή σε δηλώσεις της είχε αναφέρει πως αναπαραστάσεις όπως αυτή της Εξόδου του Μεσολογγίου, αποτελούν «εθνικιστικά κιτς». Κάτι παρόμοιο είχε δηλώσει και ο κ. Μπουτάρης για ανάλογου περιεχομένου εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη. Αποκορύφωμα των επιθέσεων ήταν και η επίθεση που δέχτηκε μέσα στη Βουλή από τον υπουργό Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλο και από τους γνωστούς μύστες της επιστήμης της ιστορίας, τους κυρίους Κοντό και Νεράντζη. Όλοι αυτοί την κατέκριναν εκ νέου για τις αναφορές της περί συνωστισμού. Ο «συνωστισμός» ποτέ δεν πεθαίνει.
Δεν αποσκοπώ εδώ να υπερασπίσω την κ. Ρεπούση, μπορεί άλλωστε να το κάνει για τον εαυτό της καλύτερα από μένα. Θα προσπαθήσω μόνο να δείξω πως αυτά τα πυρά δεν στοχεύουν τόσο την ίδια, αλλά μια διαφορετική αντίληψη για το τι σημαίνουν οι εθνικές ιστορίες. Με την απόσυρση του βιβλίου της ΣΤ΄ Δημοτικού, έληξε νικηφόρα μια μάχη των «υγιών δυνάμεων» του έθνους, οι οποίες κατατρόπωσαν τους αρνητές της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνισμού. Ως λαός, πλέον, αφού μερικά χρόνια πριν είχαμε μαυρίσει την κ. Γιαννάκου και τον κ. Μπίστη, οι οποίοι μόνοι μέσα στο πολιτικό σύστημα, είχαν τότε υπερασπίσει το βιβλίο, αφού αμφισβητήσαμε την επιστημονική επάρκεια της Ρεπούση και των άλλων «αργυρώνητων» ιστορικών, αφού καταγγείλαμε τον Σόρος, τους Αμερικανούς και ό,τι άλλο εποφθαλμιά τα συμφέροντα του έθνους, είμαστε σε θέση τώρα να χαρούμε τους καρπούς της νίκης μας. Κάποιοι «πατριώτες» μπορούν πλέον να επιχαίρουν, πως ακόμη και σ’ εποχές γερμανικής κατοχής, όπως είναι αυτή που ζούμε σήμερα, του Έλληνος ο τράχηλος δεν σηκώνει ζυγόν επί των ιστορικών του εγχειριδίων. Κάποιοι ενταγμένοι ένθεν και ένθεν του πολιτικού φάσματος, μπορούν να χαίρονται γιατί κατατροπώθηκε ο ιμπεριαλισμός και τα ντόπια όργανά του. Κάποιοι σκιτσογράφοι και πολιτικοί σχολιαστές, μπορούν να ξεπλένουν τον πρώην διεθνισμό τους σ’ εθνικιστικά παραληρήματα και να φαντασιώνονται παλιές καλές σταλινικές εποχές, εναντίον όσων τολμούν όχι να σκέπτονται διαφορετικά, αλλά γενικώς να σκέπτονται. Φυσικά, ο περιούσιος, καθαρός και τρισχιλιετής λαός μας, μπορεί να συνεχίζει να μη διαβάζει ούτε καν εφημερίδα, να αποβλακώνεται με τα πρωινάδικα, να μη σέβεται το διπλανό του, να καταδικάζει τον εγωισμό των άλλων και κυρίως να μισεί την επιτυχία και τη γνώση. Ένας περιούσιος λαός δεν χρειάζεται να προσπαθεί να πετύχει. Η επιτυχία είναι ενσωματωμένη στο DNA του, όπως έλεγαν και οι αθλητές μας όταν κέρδιζαν τα μετάλλια. Όταν τα κερδίζουν οι άλλοι, φαίνεται πως το DNA μας βρίσκεται σε διακοπές.
Ας σοβαρευτούμε όμως. Τι πραγματικά συνέβη με αυτό το βιβλίο και γιατί αυτή η ανανέωση των επιθέσεων κατά της συγγραφέως και της ομάδας των συνεργατών της; Η έκδοση αυτού του βιβλίου το 2007- αν δεν απατώμαι- αποτέλεσε την αφορμή για να ξεκινήσει μια επίθεση κατά της απειλής που λέγεται ανοικτή και αλληλοεπιδρώσα κοινωνία. Το πρόβλημα δεν ήταν φυσικά ο «συνωστισμός» στη Σμύρνη, ούτε καν η αποκάλυψη του μύθου του κρυφού σχολείου, ούτε ακόμη ο δήθεν εξωραϊσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το πρόβλημα ήταν πως το βιβλίο αμφισβητούσε σημαντικές ιδεολογικές συνιστώσες του ελληνικού εθνικισμού, όπως είναι η μοναδικότητα του ελληνικού έθνους, η μεταφυσική και βιολογική ανωτερότητά του, η ταύτιση των «εθνικών δικαίων» με την αλήθεια, η συνεχής υπονόμευση του ελληνισμού από διαβόητα κέντρα και φυσικά, η περίφημη τρισχιλιετής συνέχεια του ελληνικού έθνους.
Οι συγγραφείς του βιβλίου επιχείρησαν να θέσουν και άλλες παραμέτρους στα ιστορικά δεδομένα, όπως είναι η ανάπτυξη του πολιτισμού, των τεχνών, η συνεργασία των λαών, η οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη, η εσωτερική και εξωτερική ταξική πάλη. Στο βιβλίο, η ιστορία επιτέλους παρουσιάζεται όχι μόνο ως ιστορία των ηρώων και των μαχών, αλλά και ως ιστορία των καθημερινών ανθρώπων που εργάζονται, αλληλεπικοινωνούν και αλληλεπιδρούν, μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο, μεταδίδουν γνώσεις, αναθεωρούν αντιλήψεις και κυρίως συγχρωτίζονται πολιτικά, πνευματικά, ακόμη και βιολογικά.
Ανοίγω εδώ μια παρένθεση. Είναι αλήθεια πως στο βιβλίο γίνεται μια προσπάθεια να αμβλυνθούν ορισμένες βίαιες πλευρές της ιστορίας. Ένα μετανεωτερικό νήμα ενώνει διαφορετικές πλευρές αυτής της ιστορίας και αμβλύνει την ενυπάρχουσα στην κοινωνία βιαιότητα. Γιατί ενώ είναι αλήθεια πως η ιστορία δεν είναι μόνο βία, είναι επίσης αλήθεια πως δεν υπάρχει ιστορία χωρίς βία, κυρίως στις προαστικές κοινωνίες που δεν ήταν δημοκρατικές. Η βία, απ’ όπου και να προέρχεται, είναι καταδικαστέα. Αυτό όμως ισχύει για τις κοινωνίες που οι θεσμοί τους δεν χρησιμοποιούν βία, δηλαδή για τις φιλελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες. Στα ολοκληρωτικά συστήματα, η βία είναι μια εύλογη απάντηση στον ολοκληρωτισμό. Κλείνω την παρένθεση.
Ο συνασπισμός όμως που βάλλει κατά του «συνωστισμού», δεν ανησύχησε τόσο για την απόκρυψη ή την λείανση κάποιων πλευρών της ιστορίας. Ανησύχησε γιατί σ’ αυτήν την ιστορία αμφισβητήθηκε μια μεταφυσική αρχή, η οποία θέλει το ελληνικό έθνος να μεγαλουργεί παντού και πάντοτε, γιατί μαζί του είναι η αλήθεια, το δίκαιο και φυσικά ο Χριστός και οι επίγειοι εκπρόσωποί του. Στο βιβλίο αμφισβητήθηκε η αρχή πως ο ελληνισμός είναι ταυτόσημος με την αλήθεια, πως έχει μόνο δίκιο, δεν ασκεί ποτέ βία, πάντοτε μεγαλουργεί και ποτέ δεν χάνει τη διαχρονικότητά του (σ’ αντίθεση με τα άλλα έθνη που αδικούν και αδικούνται, που μεγαλουργούν και καταπίπτουν, που τους ασκείται και ασκούν βία, που αλλάζουν τους άλλους και αλλάζουν τα ίδια). Γι’ αυτήν την αντίληψη, το έθνος δεν είναι μια ιστορική πραγματικότητα που διαμορφώνεται πάντα μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον οικονομικών, πολιτικών και πνευματικών συσχετισμών, αλλά μια διαχρονική ουσία. Φυσικά, το ίδιο ακριβώς λέει, για παράδειγμα για την Πολωνία, την Αγγλία και την Τουρκία, ο Πολωνός, ο Άγγλος και ο Τούρκος εθνικιστής. Για τους απανταχού εθνικιστές, οι πατρίδες τους είναι προαιώνιες και συνεχείς ουσίες και όχι ιστορικές πραγματικότητες. Και όταν ντρέπονται να πουν πως είναι εθνικιστές, λένε πως είναι πατριώτες. Σήμερα βεβαίως, στην Ελλάδα όλο και λιγότεροι ντρέπονται να πουν πως είναι εθνικιστές, ενώ πολλοί πλέον καθόλου δεν ντρέπονται να πουν πως είναι φασίστες.
Αν η γλώσσα, η ιστορία, η λογοτεχνία, οι μνήμες, οι δημοκρατικές παραδόσεις, είναι απαραίτητα στοιχεία για τη συγκρότηση της ταυτότητας κάθε ανθρώπου και αν ταυτόχρονα όλα αυτά γίνονται δεκτά ως συνιστώσες αλληλεγγύης και όχι διαχωρισμού, αν δεν γίνονται δεκτά ως δεδομένα δείγματα κάποιας φυλετικής ανωτερότητας, αν στοχεύουν να καταδείξουν την ιστορικότητα και όχι τη μοναδικότητα ενός έθνους, τότε σίγουρα η μάχη για μια τέτοια ιστορία, είναι μάχη για τα ιδανικά του ανθρωπισμού και του Διαφωτισμού. Αξίζει να αγωνιστούμε για κάτι τέτοιο, έστω και αν βγούμε ηττημένοι. Εξάλλου, όπως δίδασκε και ο μεγάλος ιστορικός Έρικ Χόμσμπομ, ιστορία δεν φτιάχνουν μόνο οι νικητές.
Υ.Γ. Μόλις είχα τελειώσει αυτό το κείμενο, όταν διάβασα αυτήν εδώ την είδηση. Την παραθέτω χωρίς άλλο σχόλιο: «Αναστάτωση έχει προκληθεί τις τελευταίες ημέρες στην εκπαιδευτική κοινότητα της Λευκάδας από την είδηση πως γονείς με επιστολή τους καταγγέλλουν μια νηπιαγωγό από το Νυδρί για «αντεθνική διδασκαλία».
Η καταγγελία των γονιών, η οποία έγινε όχι μόνο στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, η οποία διέταξε ΕΔΕ, αλλά και στον βουλευτή της Χρυσής Αυγής Αιτωλοακαρνανίας, Κώστα Μπαρμπαρούση, αναφέρει πως «Η νηπιαγωγός κρέμασε στον τοίχο ζωγραφιές των παιδιών, που αποτύπωναν τόσο ελληνικές, όσο και αλβανικές σημαίες.»
Στην επιστολή τους, οι γονείς υποστηρίζουν πως σε νηπιαγωγείο του νησιού, «… στην εορταστική εκδήλωση της 28ης Οκτωβρίου ήταν κρεμασμένες σημαίες της Ελλάδας και της Αλβανίας που είχαν ζωγραφίσει οι μαθητές (στο πλαίσιο πρόσφατης εργασίας για τη διαπολιτισμική αγωγή σε παιδιά Ελλήνων και Αλβανών εργατών που συνυπάρχουν στο νηπιαγωγείο.»
Μετά τις καταγγελίες, η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης διέταξε ΕΔΕ και η νηπιαγωγός μετακινήθηκε σε κοντινό σχολείο της περιοχής.