Άκουσα τον Δημήτρη Χριστόφια στις «Ιστορίες» να ομολογεί ότι στο Κυπριακό ισχύει το «κάθε πέρσι και καλύτερα». Δεν τον άκουσα όμως να κάνει την αυτοκριτική του για την απόρριψη του «περσινού» σχεδίου Ανάν που τους οδήγησε σήμερα να εκλιπαρούν τον Ερντογάν για ρυθμίσεις που είχαν διευθετηθεί με το σχέδιο του ΟΗΕ, το 2004. Η Μόρφου πήγαινε στην Ελληνοκυπριακή ζώνη μαζί με την Αμμόχωστο και τα χωριά της Λεύκας. Η Καρπασία θα ήταν αυτοδιοικούμενη. Ο Τουρκικός στρατός θα είχε αποχωρήσει μέχρι το 2009. Το ίδιο θα συνέβαινε και με το μεγαλύτερο μέρος των εποίκων. Και εάν μάλιστα είχαν διαπραγματευθεί στην Ελβετία το σχέδιο Ανάν, θα μπορούσαν να είχαν πετύχει καλύτερες πρόνοιες στο εδαφικό (Καρπασία) και στην ασφάλεια. Το μεγαλύτερο σφάλμα του ήταν βέβαια το ότι δεν δέχθηκε να δοθεί μια δεκαοκτάμηνη παράταση στην Προεδρία Κληρίδη, ώστε να κλίσει το Κυπριακό. Παραδέχθηκε μάλιστα ότι αυτό του το ζήτησε και ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, για να μη διακινδυνεύσει την έγκριση του σχεδίου Ανάν, σε περίπτωση αλλαγής πολιτικής ηγεσίας στην Κύπρο.
Τελικά έγινε αυτό που φοβόταν ο πρώην Πρωθυπουργός, καθώς ο Τάσσος Παπαδόπουλος στην ουσία δεν ήθελε τη λύση της διζωνικής ομοσπονδίας. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια και ο κ. Χριστόφιας που τον στήριξε στις εκλογές του 2003 απέναντι στον Γλαύκο Κληρίδη. Τραγικό και μοιραίο λάθος που το πλήρωσε η Κύπρος.
Θεωρώ ότι στον πυρήνα αυτής της μακροχρόνιας διαμάχης μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, που οδήγησε στην τουρκική εισβολή και στη κατοχή του 40% της Κύπρου, βρίσκεται το εθνοτικό μίσος που καλλιέργησαν εθνικιστές ηγέτες και από τις δύο πλευρές. Καθοριστική ήταν η συμβολή σε αυτό της Εκκλησίας της Κύπρου και του Προέδρου Μακαρίου. Η καταγγελία των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου που είχαν συμφωνηθεί από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήταν μοιραίο λάθος που οδήγησε στις συμφορές που ακολούθησαν.
Υπάρχει όμως και μια οικονομική διάσταση, που συμπληρώνει το εθνικιστικό μίσος. Είναι η αντίθεση ανάμεσα στο φτωχό βορρά και στον πλούσιο νότο. Είναι και αυτός ένας από τους κώδικες για να εξηγήσει κανείς την αδυναμία συμφωνίας για την επανένωση της Νήσου. Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν το 2004 είναι χαρακτηριστική συνέπεια αυτής της αντίληψης.
Όταν βρέθηκα στη Κύπρο το 2004, τις ημέρες του δημοψηφίσματος, φίλος ελληνοκύπριος επιχειρηματίας του τουρισμού , με φιλοξένησε μια βραδιά στο ξενοδοχείο του, στην Αγία Νάπα, 15 χιλιόμετρα από την έρημη Αμμόχωστο. Τον είχα γνωρίσει στην Σύνοδο της Κοπεγχάγης, τον Δεκέμβριο του 2002, όταν αποφασίστηκε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προεδρεύοντος του Κώστα Σημίτη. Όταν τον ρώτησα τι θα ψηφίσει στο δημοψήφισμα, μου εξομολογήθηκε: «Τρελός είμαι να ψηφίσω το σχέδιον Ανάν και να έχω ανταγωνιστές τους «κατσίβελους» στις ασυναγώνιστες ακτές της Κερύνειας και της Βόρειας Κύπρου»; Αυτή η κοντόφθαλμη (και ρατσιστική) λογική της άρνησης της δίκαιης διανομής του εθνικού πλούτου με τους τουρκοκύπριους, οδήγησε στην απόρριψη όλων των σχεδίων ειρηνικής συμβίωσης μαζί τους. Αποτέλεσμα βέβαια ήταν τα κατεχόμενα σήμερα να αναπτύσσονται από Τούρκους, Εβραίους και Βρετανούς επιχειρηματίες και μάλιστα κατά τρόπο ανταγωνιστικό προς την κυπριακή τουριστική βιομηχανία.
Έτσι καταψηφίστηκε το σχέδιο Ανάν από τους Ελληνοκύπριους, παρ’ όλη την υποστήριξη του ΝΑΙ από όλη σχεδόν τα ελληνικά κόμματα, με εξαίρεση το ΚΚΕ και τη χλιαρή στάση του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος ως πρωθυπουργός απέφυγε να διαπραγματευθεί το σχέδιο Ανάν στην Ελβετία, διατελώντας σε αυτοπεριορισμό στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Η έντονη εκστρατεία υπέρ του «Όχι» από τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο (με τη συμμετοχή και του εθνολαϊκιστικού θιάσου από την Ελλάδα) προκάλεσε τον θυμό των ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι θεώρησαν ότι εξαπατήθηκαν, διότι η κυπριακή ηγεσία είχε δεσμευθεί ότι θα υποστηρίξει το σχέδιο για την επανένωση της νήσου. Αυτός ήταν και ο όρος που τέθηκε για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. πριν να επιλυθεί το πολιτικό πρόβλημα.
Και όμως το 2004 είχε «συνωμοτήσει το σύμπαν» για τη λύση του Κυπριακού. Οι Αμερικάνοι επιδίωκαν την σταθεροποίηση στην περιοχή, η Ε.Ε επιθυμούσε διακαώς μια ενωμένη Κύπρο, οι Τούρκοι καίγονταν για μια ημερομηνία έναρξης των συνομιλιών ένταξης , ο νεοεκλεγείς, με το φωτοστέφανο του μεταρρυθμιστή, Ερντογάν, προέβαλε ως ιδανικό για την Κύπρο το μοντέλο του Βελγίου, οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν να γίνουν ευρωπαίοι πολίτες, ο εποικισμός ήταν ελεγχόμενος, οι περιουσίες δεν είχαν αλλάξει ιδιοκτήτες.
Σε συζήτηση που είχα με Τουρκοκύπριο καταστηματάρχη στη Μόρφου την παραμονή του δημοψηφίσματος, με διαβεβαίωσε ότι θα ψήφιζε το σχέδιο Ανάν, αν και γνώριζε ότι το κατάστημά του θα επιστρέφονταν στους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες, που θα επέστρεφαν στην Μόρφου, σύμφωνα με το σχέδιο.
Όλη αυτή η δυναμική εκτονώθηκε στην πορεία. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύει σήμερα.
Οι θεωρίες συνωμοσίας ίσως είναι βολικές για να επιρρίψουμε τις ευθύνες μας στους άλλους ή για να χαϊδέψουμε τα αυτιά του εθνικού μας ακροατηρίου. Σήμερα όμως σημασία έχει η αντιμετώπιση της πραγματικότητας με ρεαλισμό και ευελιξία. Η επανέναρξη των συνομιλιών δίνει στις δύο Κοινότητες μια τελευταία ευκαιρία. Σημασία έχει η απόρριψη των στερεότυπων και η εμπέδωση της προοπτικής ότι η οικονομία θα αποτελέσει τον καταλύτη και θα δώσει την δυναμική για την επανένωση , πέρα από τεχνικές λεπτομέρειες και εδαφικούς χάρτες. Η αξιοποίηση ολόκληρου του ανθρώπινου δυναμικού και των πλουτοπαραγωγικών πόρων της νήσου, θα δώσει μια νέα δυναμική στην οικονομική ανάπτυξη και θα ενισχύσει την κοινωνική συνοχή, ανεξάρτητα από τους εθνοτικούς και θρησκευτικούς διαχωρισμούς.
Το Κυπριακό το ζω από τη δεκαετία του 50, όταν μας έφερναν στα σχολεία μας τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ να μας μιλήσουν για τα κατορθώματά τους και όταν διαδηλώναμε υπέρ της «Ένωσης» . Έκτοτε το κόστος της μη επίλυσής του είναι ανυπολόγιστο για την Κύπρο αλλά και για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Αυτή θα είναι και η τελευταία ευκαιρία πριν την επισημοποίηση της διχοτόμησης, της προσάρτησης της βόρειας Κύπρου από τους Τούρκους και της διέλευσης των συνόρων Κύπρου- Τουρκίας , μέσα από την Λευκωσία