Ο Φίλιππος Σαχινίδης, σε ομιλία του κατά τη συζήτηση στη Βουλή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής σχετικά με τις συνθήκες που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο, αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ και ο Ενγκελς εξέταζαν ανάλογες χρεοκοπίες στην εποχή τους. Αυτοί, είπε, «δεν χρειάστηκε να καταφύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας για να κατανοήσουν το πρόβλημα. Χρησιμοποιούσαν αναλυτικά εργαλεία, παρακολουθούσαν τιμές εμπορευμάτων, επιτόκια, ισολογισμούς χρεοκοπημένων εταιρειών για να κατανοήσουν την κρίση. Δεν αναζητούσαν κάποιους ως υπεύθυνους της κρίσης».
Η αστυνομική εξήγηση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Προ ημερών, στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής, πολιτικοί του προοδευτικού χώρου, αλλά και η Χρυσή Αυγή, επιτέθηκαν με σφοδρότητα κατά των ιδιωτικών ΜΜΕ. Στις διαφορετικές συνεδριάσεις, όλων των κομμάτων, ακούγονται φωνές κατά επιχειρηματιών με τους οποίους οι ίδιοι οι φωνασκούντες έχουν συνεργασθεί στενά. Ολοι αυτοί επιδιώκουν να ερμηνεύσουν τη δική τους αποτυχία και την επιτυχία του «άλλου» επικαλούμενοι τον ρόλο που πάντοτε «παίζουν» διάφοροι «μεγαλοεπιχειρηματίες», «μεγαλοεκδότες», «μεγαλοδικηγόροι», «μεγαλογιατροί» και, γιατί όχι, «μεγαλοϋδραυλικοί».
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη σχέση των πολιτικών με τις οικονομικές ελίτ. Αφορά τη λειτουργία και το μέλλον της ίδιας της Δημοκρατίας. Γιατί όπου απουσιάζουν συγκεκριμένες ταξικές αναλύσεις για τα συμφέροντα των επιχειρηματιών, των εκδοτών, των δικηγόρων, των εργατών, των αγροτών, των μεσαίων και των φτωχών στρωμάτων, και στη θέση τους χρησιμοποιούνται απολίτικοι και αντιεπιστημονικοί όροι, όπως μεγαλοτάδε, λαμόγια, μαφίες, κλεπτοκρατίες και άλλα παρόμοια, εκεί αποδυναμώνεται η Δημοκρατία.
Αυτή η ανάλυση διευκολύνει το έργο όσων πολιτικών δυνάμεων συρρικνώνουν τον πολύπλοκο και σύνθετο κόσμο σε ασπρόμαυρες εικόνες των ηθικών και αδιάφθορων «φίλων του λαού» από τη μια, των ανήθικων και διεφθαρμένων εχθρών του από την άλλη.
Αντιθέτως, μια ταξική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας θα έκανε κατανοητό το σημείο τομής και διαφοροποίησης του σοσιαλδημοκρατικού από τον συντηρητικό και τον ριζοσπαστικό λόγο. Μια τέτοια ανάλυση θα επέτρεπε στις δυνάμεις της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας να υπερβούν τα κλισέ του δονκιχωτικού υπερασπιστή των ασθενέστερων, σε μια κοινωνία με χαμηλή παραγωγική βάση.
Τα μείζονα προβλήματα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας είναι η ανεργία και η απουσία ενός έστω και υποτυπώδους κράτους πρόνοιας. Σήμερα όλο και περισσότεροι έλληνες πολίτες, όταν βρίσκονται χωρίς εργασία, χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει κανένα δίχτυ ασφαλείας.
Στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ ορθώς ψάχνουν τρόπους βελτίωσης της θέσης των ασθενέστερων στρωμάτων, μόνο που αυτές οι λύσεις αναζητούνται στις παλιές επιδοματικές πολιτικές και όχι στην ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας και στην ταυτόχρονη ενίσχυση ενός κράτους παροχής υπηρεσιών στους τομείς της Υγείας και της Παιδείας, πρωτίστως. Τομείς οι οποίοι, αν λειτουργούν σωστά, προσφέροντας ποιοτικές υπηρεσίες, με τη σειρά τους διευκολύνουν την ανάπτυξη του υγιούς επιχειρείν.
Αυτό όμως σημαίνει πως ως χώρα χρειάζεται να δώσουμε ακόμη μία μάχη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να ηττηθεί η «τιμωρητική» αντίληψη για την οικονομία και τα ελλείμματα. Γιατί όσο είναι αλήθεια πως τα ελλείμματα αποτελούν το φιτίλι που απειλεί κάθε οικονομία, είναι επίσης αλήθεια πως όλα τα ελλείμματα δεν είναι ίδια. Εχουν και αυτά τη δική τους ταξική πλευρά, η οποία υπερβαίνει κάθε θεωρία συνωμοσίας. Γιατί δεν είναι ίδιο το έλλειμμα των 36 δισ. που «κληροδότησαν» στη χώρα οι κυβερνήσεις Καραμανλή, με το έλλειμμα, π.χ., που προτείνει ο Ολι Ρεν στην παρέμβασή του στο «Βήμα» (2/12). Εκεί, αυτός, αναφέρθηκε στην ανάγκη εφαρμογής «προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων», τα οποία προσωρινά θα μπορούσαν να αποκλίνουν «από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του διαρθρωτικά ισοσκελισμένου προϋπολογισμού». Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βλέπει αυτές τις επενδύσεις να εκτείνονται σε έργα δημοσίων επενδύσεων. Μια άλλη, πιο εστιασμένη στο ελληνικό πρόβλημα, ανάγνωση θα έβλεπε επενδύσεις στο ίδιο το κράτος πρόνοιας.
Στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα τα ελληνικά νοσοκομεία και σχολεία, μόνο μια στοχευμένη πολιτική ελλειμμάτων θα τα διέσωζε. Αυτό όμως είναι μια άλλη πολιτική πρόταση.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο φιλόσοφος της πεφωτισμένης δημοκρατίας», εκδ. Πόλις