Συνηγορία υπέρ των απόψεων Μπίστη

Νίκος Γκιώνης 08 Ιουν 2013

Περί το 1979, διάβασα ένα μικρό βιβλιαράκι που μόλις είχε κυκλοφορήσει εδώ, με τίτλο «Γιαν έναν εφικτό Σοσιαλισμό», με συγγραφέα τον -ακόμα- Γ.Γ. του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Φρ. Μιτεράν, από τις εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος ». Έγραφε για τα πρώτα βήματα της πολιτικής του, ευθύς μετά την επικείμενη εκλογή του, που κυρίως αφορούσαν εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, όπως επίτασσε το συνολικό πολιτικό μοντέλο των καιρών και το εφάρμοζαν κατά βούληση Σοσιαλδημοκράτες και Συντηρητικοί, στα πλαίσια ενός πραγματισμού της εποχής. Αρκεί να θυμηθούμε την πολιτική Κ. Καραμανλή τότε και την αποκαλούμενη σοσιαλμανία του Π. Παπαληγούρα, υπ.Συντονισμού.

Κάτι άλλο που κέντρισε την προσοχή μου, ήταν ο ορισμός του Σοσιαλισμού, του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού όπως έλεγε. Και τον όριζε άλλοτε ως ριζοσπαστικό ρεφορμισμό κι άλλοτε ως ριζοσπαστικό Κέντρο. Έτσι, μετά τις απόπειρες εθνικοποιήσεων που ξετίναξαν τους πρώτους γαλλικούς προϋπολογισμούς, τα ηνία χάραξης μιας ρεαλιστικής πολιτικής, στηριγμένης στην μη ασύδοτη αγορά και στις ρυθμιστικές παρεμβάσεις του Κράτους, υπό την καθοδήγησή του φυσικά, ανέλαβαν ο πιστός Καθολικός Ζ. Ντελόρ, αργότερα ο συντηρητικός ρεφορμιστής Μ. Ροκάρ και πολιτικοποιημένοι ρεαλιστές τεχνοκράτες, όπως ο Ζ. Ατταλί και ο Π. Μπερεγκοβουά. Προσπάθησε μέσα από το αχανές κόμμα του και τις παρυφές του, να συνθέσει απόψεις που πάταγαν και στα συλλογικά ιδεώδη της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και σ’ έναν πραγματιστικό πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό.

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ο όρος «κέντρο», μέχρι πρότινος συμβόλιζε μεν τον χώρο μεταξύ Δεξιάς και δογματικής Αριστεράς, αλλά με όρους πολιτικής δημοκρατίας (βασιλεία, εξορίες, περισσότερος ή λιγότερος αντικομμουνισμός κ.λπ.) και ποτέ δεν είχε σαφή και οριζόντια πολιτικά χαρακτηριστικά ευθέως συνδεδεμένα με τα γνησιότερα γεννήματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, τον φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία. Μεταπολεμικές μορφές που το επεχείρησαν, όπως ο Σβώλος, ο Τσιριμώκος, στα πρώτα βήματά του ο Γ. Παπανδρέου, ο Ε. Τσουδερός, συνθλίφτηκαν ακούσια ή εκούσια (Τσιριμώκος, Παπανδρέου) στις μυλόπετρες του διχασμού της δεκαετίας του 1920, που συνεχίζονταν. Ένα χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης Κ. Καραμανλή – Γ. Παπανδρέου, ήταν η Συνταγματική Αναθεώρηση που πρότεινε ο πρώτος και απέρριψε άνευ επαίνων ο δεύτερος, παρά το γεγονός της μείωσης πολλών συνταγματικών βασιλικών προνομίων που περιείχε ως μέριμνες η πρόταση. Πολλά ίσως δεν θα γίνονταν από τα κατοπινά, αλλά με «αν», δεν δομείς Ιστορία. Ο Δεξιός Καραμανλής, πρώην βασιλόφρων, προσπαθεί να κάνει την Πολιτεία λιγότερο απολυταρχική και ο δημοκράτης Παπανδρέου λέει όχι, νομίζοντας πως με όχημα τον Γαρουφαλιά και τις πλάτες του Άνακτος, θα τελειώνει μια και καλή με τον Καραμανλή.

Οι όροι σοσιαλδημοκρατία, ριζοσπαστικό κέντρο, τον τελευταίο καιρό αρχίζουν με μεγάλη υστέρηση σε σχέση με την άλλη Ευρώπη να αποκτούν ένα κάποιο περιεχόμενο, αφού βέβαια η Ελλάδα για καιρό είναι χρεωκοπημένη. Κι από την άλλη, ο φιλελευθερισμός απενοχοποιείται – και ορθώς – στις συνειδήσεις των πολιτών. Βλέπετε, για χρόνια νομίζαμε την κρατικιστική Ελλάδα ως νεοφιλελεύθερη Χιλή του Φρίντμαν, χωρίς να κάνουμε τον κόπο να εστιάσουμε στις διαφορές, γιατί έτσι βόλευε πολλούς από μας και ασφαλώς τα πλούσια συνδικάτα των αδαών εργαζομένων του ευρύτερου κρατικού τομέα. Ρίχνεις κάθε τόσο μπαλωθιές νεοφιλελευθερισμού και καθάρισες δύο σε ένα – και τον κρατικό Λεβιάθαν σώζεις και τον φιλελευθερισμό πυροβολείς.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι αναγκαίο να φτιάξουμε κανονική χώρα, τηρουμένων πάντα των αναλογιών και των επιφυλάξεων, όπως και τότε, που εκλήθη ο Ελ. Βενιζέλος. Όμως το ΠΑΣΟΚ, που όψιμα ανακάλυψε τις δυνατότητες της ρεφορμιστικής πολιτικής πλατφόρμας, μαζί και τον πολιτικό φιλελευθερισμό τον οποίο ευτυχώς αναφέρει χωρίς ενοχές, δεν ακούγεται. Η πολιτική του όλου ΠΑΣΟΚ, την οποία ματαίως επί έτη αναζητούσε ο σημερινός του Πρόεδρος, ουδέποτε υπήρξε πλην της δυναστειακής του περιόδου, ακριβώς γιατί ήταν ένα αποϊδελογικοποιημένο κενό κολακειών και λαϊκισμού. Σήμερα, που ο Ευ. Βενιζέλος είναι αυτό που από καιρό θα έπρεπε να είναι, ένας δομημένος ευφυής πολιτικός, η εμβέλεια αυτού και του κόμματός του στην ελληνική κοινωνία, είναι ολοένα και μικρότερη.

Από την άλλη, το κομματικό γέννημα της παρούσας κρίσης, η ΔΗΜΑΡ, αρκέστηκε στον έντιμο ρόλο του ανέλπιστου κυβερνητικού εταίρου μιας δύσκολης κυβέρνησης, σε μια δυσκολότατη συγκυρία. Πια, δεν αρκεί. Απέτυχε έως τώρα να αποτελέσει έναν ξεκάθαρο εκσυγχρονιστικό φορέα, όπως πολλοί από εμάς νομίσαμε. Είναι μια μικρή δύναμη με αυξημένα αντανακλαστικά ενοχών παλαιοαριστερών αντιλήψεων, που μερικές φορές κάνει αισθητή την παρουσία της χάρη στη νηφάλια μαεστρία του Αρχηγού της. Αλλά μετά από αυτόν, τι;

Οι φιλελεύθεροι, ως πολιτική δύναμη, είναι μικρή – ακόμα – αλλά υπαρκτή. Η καινούργια ρότα της χώρας προς τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό, που έμεινε ημιτελής, χρειάζεται πολλούς, ιδεολογικοποιημένους αλλά αδογμάτιστους, με χαρακτηριστικό τον Λόγο, την Λογική και αποφασισμένους για μακρά πορεία, πιθανώς δύο γενεών, προς την ανάπτυξη και την μεταβαλλόμενη Ενωμένη Ευρώπη. Κάπου εκεί, μέσα στους σοσιαλδημοκράτες, στους φιλελεύθερους, στους συντηρητικούς των ανοιχτών οριζόντων, ιχνηλατώ το ριζοσπαστικό Κέντρο. Συνεπώς, δεν μπορώ παρά να προσυπογράψω στην ουσία της την αναλυτική πρόταση-πρόσκληση του Ν. Μπίστη, προς την κατίσχυση ενός μετώπου λογικής, εννοείται δημοκρατικού, στην ελληνική κοινωνία.