Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση διαμόρφωσε στη χώρα μια νέα πολιτική πραγματικότητα που διακρίνεται από κάποια βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν αναμένεται να ανατραπούν στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου. Ξεχωρίζω δύο: Την απουσία μονοκομματικής πλειοψηφίας στην επόμενη Βουλή καθώς και τη δυναμική είσοδο στο πολιτικό προσκήνιο της Χρυσής Αυγής.
Επειδή λοιπόν στο, ορατό τουλάχιστον, μέλλον δεν θα υπάρξει μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι πολιτικές δυνάμεις θα κληθούν να συνεργαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο, προκειμένου να σώσουν τη χώρα που απειλείται από ολοσχερή οικονομική καταστροφή. Οποιαδήποτε σύνθεση και να έχει η αυριανή κυβέρνηση, θα κληθεί εκ των πραγμάτων να προβεί σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να ανατρέψει το χρεωκοπημένο μοντέλο του υπερτροφικού κράτους και της παρασιτικής οικονομίας που προκάλεσε τη μεταπολιτευτική (υπ)ανάπτυξη της χώρας. Για να συμπληρωθεί η εικόνα, πρέπει να τονίσουμε ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές, θα κληθεί να λειτουργήσει χωρίς να διαθέτει διοικητικό μηχανισμό αντάξιο των περιστάσεων. Επειδή, μάλιστα, τα μέτρα εσωτερικής οικονομικής ανασυγκρότησης δεν θα αποδώσουν αμέσως, πρέπει να ενταθούν στο έπακρον οι προσπάθειες να απορροφηθούν πόροι από τα αναπτυξιακά και κοινωνικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής ’Ενωσης.
Όλα αυτά συνθέτουν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τηρουμένων των αναλογιών, εδώ και ενάμιση χρόνο ζούμε στον Δήμο της Αθήνας μια εμπειρία αντίστοιχη και πάντως διόλου ευκαταφρόνητη, αφού η πρωτεύουσα συμπυκνώνει στο μέγιστο βαθμό όλες τις παθογένειες της χώρας. Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να αναδείξω κάποιες αναλογίες, αρχίζοντας από την εγκατάσταση της ακροδεξιάς στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της δημοκρατίας μας.
Θυμίζω λοιπόν ότι η δυναμική εισβολή της αντικοινοβουλευτικής ακροδεξιάς στο πολιτικό προσκήνιο, είχε προαναγγελθεί από τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοτικών εκλογών στην Αθήνα. Τη Χρυσή Αυγή, τη ζούμε καθημερινά εδώ και ενάμιση χρόνο και έχουμε δει τον αρχηγό της να χαιρετά ναζιστικά σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, προτού το πανελλήνιο τον δει να διασχίζει το κατώφλι του Προεδρικού Μεγάρου.
Για όλους εμάς που ζούμε καθημερινά τα προβλήματα της Αθήνας, οι λόγοι για τους οποίους γιγαντώθηκε η Χρυσή Αυγή είναι απολύτως ευδιάκριτοι. Ας όψονται οι διαδοχικές κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας που άφησαν ολόκληρες γειτονιές της Αθήνας στην τύχη τους· γιατί το κενό που δημιούργησε η απόσυρση του κράτους, ήλθε να πληρώσει ένας πρωτόγνωρος ακροδεξιός «ακτιβισμός» που εκδηλώνεται ακόμη και στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας εμφανίζεται ένα ακροδεξιό κίνημα που ξεκινά “από τα κάτω”, στρατολογώντας οπαδούς και μέλη από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τα επαγγέλματα, των μηχανισμών κρατικής καταστολής συμπεριλαμβανομένων. Αρκεί να δει κανείς τα αποτελέσματα των εκλογικών τμημάτων, στα οποία ψήφισαν αποκλειστικά αστυνομικοί, για να διαπιστώσει ότι η Χρυσή Αυγή επρώτευσε με διαφορά.
Απέναντι στη Χρυσή Αυγή, υπάρχει απάντηση: το δημοκρατικό κράτος δικαίου πρέπει να εφαρμόσει προς κάθε κατεύθυνση τη συνταγματική νομιμότητα. Ειδικά στην πρωτεύουσα, που δίνει τον τόνο στη χώρα, δεν πρέπει να είναι ανεκτή καμμία κατάσταση ανομίας· κανένα “άβατο” για τη δημοκρατική έννομη τάξη, σε καμμία συνοικία της πόλης! Είτε πρόκειται για το άβατο των κάθε λογής “μπαχαλάκηδων” στα Εξάρχεια, είτε για το ακροδεξιό άβατο του Αγίου Παντελεήμονα, οι καταστροφικές συνέπειες είναι οι ίδιες. Μια πρωτεύουσα παραδομένη στην ανομία γιγαντώνει την ακροδεξιά, όχι μόνον στην Αθήνα, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς αυτή έχει διαρκώς τα μάτια της στραμμένα στην πρωτεύουσα.
Γι’ αυτό και αντιμετωπίσαμε με αποφασιστικότητα τις αλλεπάλληλες έκτακτες περιστάσεις, που ζήσαμε από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε τις τύχες της πόλης. Η δημοτική αρχή της πόλης είχε το θλιβερό προνόμιο να κληθεί να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη σε ένταση και διάρκεια διαδοχή κρίσεων: Το Μέγαρο της Υπατίας, τις καταλήψεις του Δημαρχείου από τους συμβασιούχους, την κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος από τα υπολείμματα των “αγανακτισμένων”, τους επανειλημμένους επεισοδιακούς βανδαλισμούς στο ιστορικό και εμπορικό κέντρο της πόλης, τη μεγαλύτερη σε διάρκεια απεργιακή κινητοποίηση στην αποκομιδή των απορριμμάτων καθώς και τις πυρπολήσεις κτιρίων στο ίδιο μαρτυρικό κέντρο της πόλης τον περασμένο Φλεβάρη.
Δεν συμμερίζομαι, λοιπόν, τον φόβο που προκαλεί η προοπτική των κυβερνήσεων συνασπισμού. Επικεφαλής ενός πολυκομματικού συνδυασμού στον Δήμο Αθηναίων εδώ και ενάμιση χρόνο, έχω διαπιστώσει ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες που κατά καιρούς ανακύπτουν, είναι απολύτως εφικτή η αρμονική συνεργασία μεταξύ αιρετών που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς ορίζοντες· αρκεί να ενστερνίζονται από κοινού τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος και να είναι αποφασισμένοι να εργαστούν με πρωταρχικό γνώμονα το συμφέρον της πόλης. Με εντατικές προσπάθειες και οικονομίες καταφέραμε να μειώσουμε κατά 40% τα χρέη προς τους προμηθευτές του Δήμου, εξορθολογίσαμε με νέο οργανόγραμμα τη δομή των διοικητικών υπηρεσιών, συγχωνεύσαμε οργανισμούς και δημιουργήσαμε τις οικονομικές προϋποθέσεις για αναπτυξιακά έργα. Τη στιγμή που τα κρατικά ταμεία είναι άδεια, μετά από συστηματική και πολύμηνη προσπάθεια, εξασφαλίσαμε μια πρώτη δόση 120 εκατ € από ευρωπαϊκούς πόρους που θα μας επιτρέψουν να εκτελέσουμε έργα ζωτικής σημασίας για το μέλλον της πόλης. Με λίγα λόγια, κάναμε αυτό που θα έπρεπε να έχουν κάνει εδώ και δεκαετίες οι διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας: δραστικό περιορισμό του εξωτερικού χρέους, μεταρρύθμιση της διοίκησης και αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων για την ανάπτυξη.
Ο Δήμος Αθηναίων μπορεί να δείξει τον τρόπο και τον δείχνει ήδη ακόμα και στο πεδίο στο οποίο έχει μετατοπιστεί σήμερα ο δημόσιος διάλογος: στο μέλλον της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Είναι λοιπόν αδιανόητο να μην γίνει ο,τιδήποτε είναι δυνατό προκειμένου ν’ αποφευχθεί το ενδεχόμενο απομάκρυνσής μας από τον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιοδοξία, επιτρέπει όμως να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τα οφέλη που προκύπτουν απ’ τον σχεδιασμό ρεαλιστικών πολιτικών και την εφαρμογή τους από σχήματα και ομάδες συνεργασίας. Το ζούμε καθημερινά, στην Αθήνα.
*Ο Γιώργος Καμίνης είναι δήμαρχος Αθηναίων.