Σε ομαλές περιόδους το «εθνικό συμφέρον» φαντάζει ρητορική κατασκευή, χρήσιμη κυρίως για την απόσπαση της συναίνεσης εκείνων που μένουν πίσω καθώς η κοινωνία προχωράει. Στη σημερινή περίοδο κρίσης, το τι ακριβώς υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον εμφανίζεται με όλο και καθαρότερη μορφή. Η Ελλάδα πρέπει να μείνει πάση θυσία στην Ευρώπη, με νόμισμα το ευρώ. Το αντίθετο θα ήταν καταστροφή, όχι τόσο για τις εύπορες τάξεις (που έχουν ήδη πάρει τα μέτρα τους), όσο για τις ασθενέστερες (που θα βρεθούν απροετοίμαστες και απροστάτευτες στη δίνη του κυκλώνα). Διάφοροι δημαγωγοί και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος πασχίζουν να μας πείσουν ότι η επιστροφή στη δραχμή δεν θα ήταν δα και τίποτε σπουδαίο. Θα περάσουμε, λένε, στην αρχή μερικές δυσκολίες, αλλά μετά μας περιμένει ζωή χαρισάμενη. Και αν όχι ζωή χαρισάμενη, η έξοδος από την Ευρώπη θα φέρει πιο κοντά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ή αν όχι τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε σίγουρα την εθνική παλιγγενεσία. Αφόρητες και επικίνδυνες ανοησίες.
Οι δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές έδειξαν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στις προσεχείς εκλογές φιλοδοξεί να αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία, δεν έχει σαφή ιδέα για το τι πρέπει να γίνει με την οικονομία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσυρε τη χώρα στις κάλπες χωρίς ακόμη να έχει αποφασίσει για τα βασικά: Μέσα στο ευρώ ή έξω;
Καταγγελία του μνημονίου ή αναδιαπραγμάτευση; Και χωρίς τα λεφτά του μνημονίου, πού θα βρούμε λεφτά για μισθούς, συντάξεις, νοσοκομεία, σχολεία;
Ισως κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει τελικά «ποια είναι η γραμμή». Στη συνέχεια όμως θα πρέπει να την επιβάλει στο ετερόκλητο συνονθύλευμα όσων τον συναποτελούν. Και τότε θα διαπιστώσει ότι η «ενότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς» σφυρηλατείται πολύ δυσκολότερα με τη νηφάλια αναζήτηση επώδυνων μα αναγκαίων λύσεων από ό,τι με την ανέξοδη ρητορική της τυφλής καταγγελίας.
Εν τω μεταξύ, από τις φωναχτές σκέψεις των πολλών μαθητευόμενων μάγων αλλά και των λίγων σοβαρών στελεχών του κόμματος αυτού, ένα πράγμα προβάλλει με σαφήνεια: η μονομερής καταγγελία του μνημονίου οδηγεί σε έξοδο από το ευρώ και μετά από την Ευρώπη. Τα δε μέτρα που θα υποχρεωθεί να λάβει τότε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αγριότερα από οτιδήποτε εφαρμόστηκε τα τελευταία δύο χρόνια και θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε τη λιτότητα του μνημονίου. Και στο βάθος δεν θα μας περιμένει η πολυπόθητη ανάπτυξη, αλλά η στασιμότητα που θα ανατροφοδοτεί τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα, κρατώντας τη χώρα καθηλωμένη σε χαμηλές επιδόσεις.
Το αντίπαλο δέος του ΣΥΡΙΖΑ, η συρρικνωμένη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Οχι μόνο επειδή όλοι θυμούνται πώς κυβέρνησε κατά την καταστροφική πενταετία 2004-2009, επιδιδόμενη σε ένα όργιο σπατάλης και κακοδιοίκησης, που έφερε τα ελλείμματα στα ύψη και τη χώρα στο κατώφλι της χρεοκοπίας. Αλλά και επειδή το κόμμα αυτό έχει καταντήσει σκιά της φιλελεύθερης παράταξης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό που οραματίστηκε ο ιδρυτής του: είναι πλέον ένα βαλκανικού τύπου δεξιό κόμμα, με αντιδυτικά ένστικτα και εθνικιστικά αντανακλαστικά.
Οσο για το αποδεκατισμένο ΠαΣοΚ, θα αργήσει να συνέλθει από τη χρόνια νόσο του κυβερνητισμού, της ταύτισης κόμματος και κράτους.
Και τώρα τι κάνουμε; Μη έχοντας την πολυτέλεια του χρόνου, δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου, όλες οι πολιτικές δυνάμεις που – έστω προσχηματικά – δεσμεύονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και στη ζώνη του ευρώ, θα υποχρεωθούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους την αντιπαράθεση γύρω από το μνημόνιο – η οποία βραχυκυκλώνει τον δημόσιο διάλογο – και να στρέψουν τη συζήτηση στα κρίσιμα ερωτήματα: Πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; Πώς θα εξυγιάνουμε το κράτος και τους θεσμούς; Πώς θα ενθαρρύνουμε την υγιή επιχειρηματικότητα; Πώς θα προστατεύσουμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης; Πώς θα δώσουμε προοπτική στους ανέργους; Πρόκειται για τα ίδια ερωτήματα που προβάλλουν επίμονα εδώ και δύο χρόνια, αλλά μένουν ακόμη αναπάντητα.
Το μακρινό 1973 ένας μεγάλος ηγέτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε συνθήκες κρίσης η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει ακόμη και όταν διαθέτει το 51% των ψήφων. Ας θυμηθούμε την επισήμανση του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, την επομένη των εκλογών του Ιουνίου.
Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει Κοινωνική, Πολιτική και Δημόσια Οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι υποψήφιος βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς στην Α Αθηνών.