Με την τροπή που πήραν τα πράγματα μετά την τελευταία, και πιθανότατα όχι ύστατη, κυβερνητική κωλοτούμπα, ο ορίζοντας είναι ξεκάθαρα μαύρος αλλά και μαύρα ξεκάθαρος: η «Αριστερή» κυβέρνηση γίνεται και με τη βούλα μνημονιακότερη των μνημονιακών, αφού, όχι μόνο δίνει τα πάντα για μια συμφωνία εκταμίευσης, αλλά και μας περνάει σε μια νέα εποχή, στην οποία αφήνεται πλήρως, προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία, στη «γενναιοδωρία των ξένων». Και επιπλέον, αυτή την παράδοση την κάνει χωρίς να βάζει καμία βάση για μεσομακροπρόθεσμη βελτίωση της γενικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στην Ελλάδα και φορτώνοντας όλο και περισσότερα βάρη στις πλάτες των πιο αδύναμων και των μελλοντικών γενεών.
Οι διαπραγματευτικές και ουσιαστικές αστοχίες και αποτυχίες του τελευταίου ενάμιση χρόνου έχουν αναλυθεί διεξοδικά και από πολλούς μέσα από αυτές εδώ τις στήλες: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ανέστρεψε μια πορεία παρακμής αλλά την επιδείνωσε σημαντικά, ανερυθρίαστα και ερασιτεχνικά. Σήμερα, σαν ένα είδος ρέκβιεμ στην αθωότητα, θα ήθελα να σταθώ σε κάτι άλλο, που πονάει, ή οφείλει να πονάει, όσους συνεχίζουμε να πιστεύουμε στις αξίες της Αριστεράς –της πραγματικής, όχι της συριζαϊκού τύπου Αριστεράς. Πρόκειται για τη συμβολή αυτής της κυβέρνησης στην ενίσχυση των πιο άγριων χαρακτηριστικών της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.
Όσο κι αν τα αίτια της ελληνικής κρίσης είναι καταρχάς ενδογενή –ένα ανοργάνωτο, πολυέξοδο, πελατειακό κράτος, ένα ανακυκλούμενο μόνο προς χάριν των συμφερόντων του πολιτικό σύστημα, μια ατομικιστική, υλιστική, κρατικοδίαιτη και απαίδευτη κοινωνία- άλλο τόσο είναι πια βέβαιο ότι η διεθνής συνταγή για την αντιμετώπιση της κρίσης ήταν βαθιά ιδεολογική και βαθιά κυνική. Τα όποια μέτρα επιβλήθηκαν υπό την πίεση της χρεοκοπίας είχαν χαρακτήρα τιμωρητικό και εξευτελιστικό, ενώ το βάρος της «ανάκαμψης» επωμίστηκαν, σε υπερβολικό για την ευθύνη και τις δυνατότητες τους βαθμό, εκείνοι που περισσότερο υπέφεραν από το ίδιο το ξέσπασμα της κρίσης: οι πιο φτωχοί, οι πιο αδύναμοι και οι νέοι.
Αυτονόητο χρέος κάθε πραγματικά Αριστερής κυβέρνησης, αλλά και κάθε κυβέρνησης με κοινωνική ευαισθησία, θα ήταν να δώσει μάχη και να πετύχει, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, να προστατευτούν αυτές ακριβώς οι ομάδες. Η ιστορική ευθύνη της κυβέρνησης Σύριζα είναι ότι έκανε το ακριβώς αντίθετο: ξιφομαχώντας με τους αντιμνημονιακούς ανεμόμυλους, βύθισε ακόμα περισσότερο στην ανέχεια και την αναξιοπρέπεια αυτούς που υποτίθεται ότι θα υπερασπιζόταν. Με την πρόσφατη συνθηκολόγηση απλώς σφράγισε το θρίαμβο των ιδεολογικών της αντιπάλων.
Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών υπερτριπλασιάστηκε υπό την παρούσα κυβέρνηση. Οι περικοπές όχι μόνο δεν έλαβαν υπόψη τους κοινωνικά κριτήρια αλλά οδήγησαν σε σχεδόν πλήρη εξαφάνιση της κοινωνικής πρόνοιας για τις πιο ευπαθείς ομάδες. Ειδικά σχολεία και νοσοκομεία, βοήθεια σε άπορους και ανίκανους να αυτοσυντηρηθούν εγκαταλείφθηκαν από το κράτος και πέρασαν, όσο πέρασαν, στα χέρια της κατά τα άλλα τρισκατάρατης ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή της όχι πάντα ανιδιοτελούς αγαθοεργίας. Οι συντάξεις φτώχειας έγιναν συντάξεις πείνας. Οι μετανάστες, πέρα από ωραία λόγια, πήραν τελικά στρατόπεδα συγκεντρώσεων και συμφωνίες με την αξιοπιστότατη και δημοκρατικότατη Τουρκία. Και οι νέοι, το «μέλλον του τόπου», του οποίου μόνο να χαϊδεύουμε τα αυτιά μπορούμε, είδαν να προστίθεται στο ζοφερό εργασιακό περιβάλλον η προτροπή για εγκατάλειψη της αριστείας, για καταφυγή στην ήσσονα προσπάθεια και η θέαση της καριέρας, δηλαδή ενός σημαντικού τμήματος της δημιουργικότητας, ως χολέρας.
Το νεοφιλελεύθερο σύστημα, που υποτίθεται ότι ο κυβερνητικός Σύριζα θα αντιμαχόταν, χρησιμοποιεί τη συνειδητή αγριότητα σε βάρος των πιο αδύναμων, των εκτός συστήματος και των αντικομφορμιστών ως εργαλείο επιβολής: κάνοντας, μέσα από τα μέτρα της κρίσης, όλες αυτές τις κατηγορίες πολιτών να υποφέρουν δέκα φορές πιο πολύ από τους ευκατάστατους και τους λογής βολεμένους, τους πιέζουν στη σιωπή, στην περιθωριοποίηση και τον εξευτελισμό, αποτρέποντας έτσι όλους τους υπόλοιπους από το να ανοίξουν τα μάτια και να ψάξουν μια εφικτή άλλη λύση. Κάνοντας, μέσα από έναν συνδυασμό κυνισμού και ανεπάρκειας, δικό της εργαλείο αυτή την αγριότητα, η παρούσα κυβέρνηση δεν απώλεσε μόνο τον «αριστερό» της προσανατολισμό αλλά και την ψυχή της. Και αυτό είναι κάτι που πρώτοι εκείνοι που την πίστεψαν και την ψήφισαν θα αρχίσουν σύντομα να καταλαβαίνουν –και, αν δεν έχουν εν τω μεταξύ χάσει και τη δική τους ψυχή, να εξεγείρονται.