Συνειδητά αφελείς μαξιμαλιστικές προσδοκίες

Γιάννης Βούλγαρης 26 Αυγ 2019

Στην αυγή κάθε νέας πολιτικής φάσης οι διαθέσεις είναι αντιφατικές. Έχουν υπερισχύσει οι δυνάμεις που επιδιώκουν μια αλλαγή, οι καθηλώσεις όμως σε προηγούμενες καταστάσεις παραμένουν ισχυρές. Έχει αρχίσει να κατασταλάζει μια ευρύτερα αποδεκτή αντίληψη «για το τι συνέβη» στη χώρα, αλλά ο διχασμός είναι ακόμα νωπός για να αποκατασταθεί μια ψυχραιμότερη επικοινωνία των αντιπάλων. Η κοινωνική πλειοψηφία αναζητά πάντως ένα νέο σταθερότερο εθνικό πλαίσιο, μεγαλύτερη προβλεψιμότητα είτε για να ανασυγκροτήσει τη ζωή της είτε για να γαληνέψει την καθημερινότητά της. Οι πρωταγωνιστές του διχασμού απαξιώνουν το αίτημα της «νέας κανονικότητας», ενώ άλλοι το εξομοιώνουν με επιστροφή στο παρελθόν ή με παθητική αποδοχή της φτωχοποίησης που έχει επέλθει.

Τόσο όμως το αίτημα όσο και το συναίσθημα είναι πραγματικά και εκφράζουν μια πλειοψηφική και διακομματική επιθυμία «να πάρει η χώρα ξανά εμπρός χωρίς νέες περιπέτειες». Η ανασύνταξη όντως δεν μπορεί να είναι ούτε επιστροφή ούτε παθητική αποδοχή της απώλειας, ούτε όμως μια γρήγορη διαδικασία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε ετοιμότητα και απέσπασε «γρήγορες νίκες» εκμεταλλευόμενη τη διαφορά της από ασχετοσύνες ή ιδεολογικές αγκυλώσεις των προηγούμενων. Οι τύχες όμως της χώρας εξαρτώνται από τις δομικές αλλαγές οι οποίες αναγκαστικά χρειάζονται χρόνο. Οι επενδύσεις και η επιχειρηματική εξωστρέφεια είναι απαραίτητες, αλλά χωρίς μια γενικότερη εθνική στρατηγική δεν θα υπάρξει επαρκής ενδογενής δυναμική.  Όσο πιο γρήγορα επανέλθει στον δημόσιο λόγο αυτή η αλήθεια τόσο ασφαλέστερη θα γίνει η νέα πορεία.

Στην ουσία η Ελλάδα παλεύει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 με το ίδιο πρόβλημα. Την ενεργητική προσαρμογή της στο νέο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Το 2000-01 επί πρωθυπουργίας Σημίτη πέτυχε τη μείζονα (γεω)πολιτική προϋπόθεση – την ένταξη στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Ήταν το αντίστοιχο της ένταξης στην ΕΟΚ το 1979-81 επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και οι δύο ιστορικές στιγμές  επανέλαβαν τον ασθματικό τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα συμμετείχε στους εκάστοτε μεγάλους μετασχηματισμούς. Σαφής κεντρική πολιτική βούληση, επαρκής ηγετική ικανότητα, εξασφάλιση του εισιτηρίου εισόδου. Μετά όμως οι συνθήκες και οι απαιτήσεις άλλαζαν χαρακτήρα. Ο εκσυγχρονισμός έπρεπε να διαχυθεί και οι προσπάθειες προσαρμογής να αναληφθούν από τους επιμέρους θεσμούς και οργανώσεις, από την ίδια την κοινωνία. Τότε η δομική, διοικητική, κοινωνική και πολιτισμική προσαρμογή αποδεικνυόταν πιο προβληματική. Αυτό έδειξε η οξύτητα που έλαβε στην Ελλάδα η παγκόσμια κρίση του 2008. Μάλιστα στη διάρκεια της χρεοκοπίας (Ιούλιος 2015) διακυβεύτηκε ως και η γεωπολιτική θέση της χώρας. Σήμερα διαμορφώθηκε ευτυχώς και πάλι στο πολιτικό σύστημα μια γενική σχεδόν συναίνεση ότι «ανήκομεν» στην Ευρώπη και στη Δύση, ενώ ταυτόχρονα ενισχύθηκε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της κοινής γνώμης σε μια περίοδο μάλιστα που η ΕΕ δεν βρίσκεται στα καλύτερά της. Όμως, παραμένει ανοιχτό το πρόβλημα της ενεργητικής προσαρμογής στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, μέσα και έξω από την ΕΕ, όπου διατρέχουμε τον κίνδυνο μιας ιστορικών διαστάσεων υποβάθμισης. Η δυσκολία προκύπτει από τον ίδιο τον χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης: από τον εντατικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα της. Η δυναμική της προσαρμογής  δεν περιορίζεται ούτε εξαρτάται όσο στο παρελθόν από τις κεντρικές πρωτοβουλίες και εξουσίες του Έθνους-Κράτους. Χρειάζονται μοντέρνες και αξιόπιστες εθνικές υποδομές, διοικητικές, φορολογικές και δικαστικές διαδικασίες που να αντιστοιχούν στις ταχύτητες και τις απαιτήσεις των διεθνοποιημένων πρακτικών, υγιείς τράπεζες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, δυναμικό εκπαιδευτικό σύστημα, πολιτισμικοί θεσμοί και πνευματικοί άνθρωποι που να στέκονται και εκτός συνόρων, εξοικείωση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων με το διεθνοποιημένο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, η δυσκολία δυναμικής προσαρμογής έγκειται στον συστημικό χαρακτήρα που οφείλει να έχει το εγχείρημα. Η ικανή πολιτική καθοδήγηση από τα πάνω είναι αναγκαία προϋπόθεση αλλά από μόνη της δεν αρκεί, ούτε ο ρόλος της μπορεί να περιοριστεί στο «να λύνει προβλήματα». Χρειάζεται να κινηθεί όλο το σύστημα-Ελλάς. Χρειάζεται να εμπνευστούν ευρύτερες κοινωνικές, τεχνοκρατικές, επιχειρηματικές, διοικητικές και πνευματικές δυνάμεις, οι οποίες να συνεργήσουν στη βάση μιας συν-αντίληψης για το μέλλον της χώρας.

Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται επίσης η κατάλληλη ιδεολογική και ψυχική ατμόσφαιρα για να διαμορφωθεί μια τέτοια συντονισμένη εθνική κίνηση. Και εδώ, η «νέα κανονικότητα» δεν σημαίνει επιστροφή αλλά τομή. Δεν μπορεί προφανώς να υπάρξει επιστροφή στην μεταΟΝΕ περίοδο όταν μέχρι την κρίση, το κυρίαρχο ιδεολογικό κλίμα έφερε έντονη τη σφραγίδα του καταναλωτισμού, του επιθετικού συντεχνιασμού και του εγωιστικού ατομισμού. Για τα χρόνια της χρεοκοπίας καλύτερα να μην μιλάμε. Η οικονομική κρίση και η διεθνής απαξίωση της χώρας συμπαρέσυρε και την αντίληψη των Ελλήνων για τον εαυτό τους. Ζήσαμε έτσι το πολυπαιγμένο «πολιτισμικό δράμα» όπου ο ελληνικός εθνικισμός «απελευθερώνει» όλα τα παθογενή και αντιφατικά του στοιχεία, από την αυτοϋποτίμηση ως την φτωχοαλαζονία, από την αυτοθυματοποίηση ως τον αριστεροδεξιό αντιδυτικισμό. Η υπέρβαση αυτού του νοσηρού ιδεολογικού κλίματος είναι αναγκαία συνθήκη για την ανάταξη της χώρας. Και η υπέρβαση δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενεργοποίηση των υγιών εκδοχών της εθνικής ιδεολογίας Χωρίς δηλαδή αυτή να μεταφραστεί σε πατριωτικό συναίσθημα για την αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας, σε παραγωγικό ήθος για την ανοικοδόμηση της πατρίδας, σε ψυχική αλληλεγγύη για να προχωρήσει η Ελλάδα ως σύνολο.

Αυτά προϋποθέτουν αυξημένη συναίνεση και υγιέστερο κομματικό ανταγωνισμό. Είναι ίσως η λιγότερο ρεαλιστική προσδοκία. Ο διχασμός είναι νωπός και το νέο κομματικό σύστημα μετά το 2012 παρήγαγε περισσότερο μίσος παρά θετικές κομματικές ταυτότητες με προγραμματικό περιεχόμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, γέννημα εκείνης της περιόδου, αναζητά σήμερα από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης τη νέα φυσιογνωμία του. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα σε μια ιστορική περίοδο που οι πολίτες δεν σαγηνεύονται από τα κόμματα ούτε ταυτίζονται εύκολα μαζί τους. Η κυβερνητική του θητεία εξάλλου δεν του δίνει πολύ υλικό για να ενισχύσει τη νέα φυσιογνωμία του. Το πιθανότερο λοιπόν είναι να συνεχίσει, στην αρχή τουλάχιστον, να έχει ανάγκη τους «εχθρούς» του για να πει ποιος είναι. Στην πραγματικότητα όμως η ελκτική του δύναμη θα βασίζεται στο ότι είναι το δεύτερο κόμμα εξουσίας. Στο παρελθόν, στο γύρισμα της δεκαετίας του 1990, ο τότε δικομματισμός ΠΑΣΟΚ-ΝΔ είχε αρχίσει να ξεπερνά τον ακραίο κομματικό ανταγωνισμό, και τα δύο κόμματα αντιλαμβανόμενα ότι θα εναλλάσσονται ομαλά στην εξουσία, θεσμοθέτησαν υγιέστερες διαδικασίες και θεσμούς που μετρίαζαν την κομματικοποίηση και την πόλωση. Πόσο χρόνο θα χρειαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθεί αυτή την ανάγκη; Για πόσο ακόμα θα επιμένει π.χ. σε επιλογές τύπου Θάνου ή στην απλή αναλογική όταν έχει διαμορφωθεί ένα σχεδόν δικομματικό σύστημα; Όσο πιο γρήγορα συγκλίνει σε μια υγιέστερη θεσμική-πολιτική κουλτούρα τόσο η Ελλάδα θα σταθεί καλύτερα απέναντι στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Όλα τα προηγούμενα μοιάζουν σήμερα αφελείς προσδοκίες, μαξιμαλισμοί που μόλις εφάπτονται της πραγματικότητας. Αλλά η αφέλεια είναι συνειδητή και χρειαζούμενη. Ο δημόσιος λόγος πρέπει να ανοίξει για να καταγράψει τις αγωνίες της χώρας.