Αραγε πώς θα εξελιχθεί το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που θα διεξαχθεί αυτή την εβδομάδα; Θα γίνει ένα τυπικό συνέδριο αριστερού κόμματος με σκοπό την επιβεβαίωση της ηγεσίας, την επικύρωση της «γραμμής» και την αναπαραγωγή της γραφειοκρατίας του ή ένα συνέδριο ζωντανό και ελεύθερο όπου θα τεθούν ουσιαστικά και κρίσιμα ζητήματα για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, και βέβαια για την κυβερνητική πολιτική του;
Θα συζητηθούν, για παράδειγμα, τα αίτια της κρίσης; Θα διατυπωθεί ένας κριτικός λόγος για τη δημαγωγική και απλοϊκή καταγγελτική αντιπολιτευτική τακτική του; Θα υπάρξει ένας αναστοχασμός της ανάδειξης ως κυρίαρχης αντίθεσης του Μνημονίου – Αντιμνημονίου και των επακόλουθων τερατόμορφων κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών; Θα εξηγηθεί η παντελής απουσία ενός σχεδίου και μιας στόχευσης σε συγκεκριμένες και χωρίς οικονομικό κόστος «αστικοδημοκρατικές» μεταρρυθμίσεις; Θα αναζητηθούν οι λόγοι της κυβερνητικής αποτυχίας, των συνεχών αντιφατικών διακηρύξεων, της αντιεπενδυτικής ιδεοληψίας, της άτακτης υποχώρησης του δημοκρατικού κράτους στην επίθεση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας;
Η απάντηση είναι μάλλον όχι. Αλλωστε μέχρι τώρα, παρά την εκκωφαντική διάψευση όλων των υποσχέσεων και των προβλέψεων και τα όσα δραματικά συνέβησαν, πέρα από κάποια μισόλογα περί αυταπατών, καμιά αυτοκριτική δεν έγινε. Αντίθετα, ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται ίδιος, κόντρα στη λογική και την πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν γίνεται πάντα εσκεμμένα. Δυστυχώς, αυτός είναι ο ορίζοντας πλέον της πολιτικής και θεωρητικής σκέψης των περισσότερων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συγκρότηση και η πολιτική ανάδειξή τους έγινε με κύριες ορίζουσες τη λεκτικά βίαιη καταγγελία του παλιού πολιτικού συστήματος, την αποδοχή και αναπαραγωγή των απλοϊκών και συνήθως συνωμοσιολογικών ερμηνειών της κρίσης, τη μετάθεση των ευθυνών στους δανειστές και τη συνακόλουθη θυματοποίηση της χώρας, την ανάδειξη του φαντάσματος της διαπλοκής σε αιτία όλων των δεινών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και αυτοπροσδιορίζεται εμφαντικά ως μαρξιστικό κόμμα, δεν λειτούργησε ως αντίστοιχος συλλογικός διανοούμενος και δεν ερμήνευσε την κρίση ως κρίση του τρόπου συγκρότησης και αναπαραγωγής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ετσι, χωρίς μια θεωρία της κρίσης και των αντιθέσεών της και χωρίς τις ανάλογες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, όταν συνάντησε την πραγματικότητα της διακυβέρνησης και των κρίσιμων επιλογών, οδηγήθηκε στο κενό.
Τώρα πλέον λειτουργεί ως μηχανισμός εξουσίας που αποσκοπεί στη διατήρηση και την αναπαραγωγή της. Στη νόμιμη κριτική για τα πεπραγμένα του αντιδρά με τον τρόπο που γνωρίζει. Με κατασκευή εχθρών, με καταγγελίες, δαιμονοποιήσεις και ωμές παρεμβάσεις στον χώρο της Δικαιοσύνης. Ενεργοποιεί έτσι τα αντανακλαστικά και το ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης των μελών του αποκλείοντας κάθε σκέψη κριτικής. Ο χαρακτήρας του συνεδρίου λοιπόν είναι μάλλον προδιαγραμμένος.