Σήμερα ολοκληρώνονται οι εργασίες του Συνεδρίου του Κινήματος Αλλαγής. Ενα Συνέδριο που είχε υποσχεθεί ότι θα είναι μια διαδικασία ενοποίησης και υπέρβασης των κομμάτων και των σχηματισμών που απαρτίζουν το κόμμα και τώρα υπόσχεται ότι αυτό θα γίνει μιαν «ετέραν φορά». Από ένα Συνέδριο 6.000 διορισμένων ατόμων δεν μπορεί κανείς να περιμένει τον αναστοχασμό του τίτλου. Μπορεί μόνο να εύχεται να μη μετατραπεί σε πανηγύρι της ματαιοδοξίας. Αναστοχασμός θα υπάρξει όταν αυτός ο χώρος αποφασίσει, κάποια στιγμή, να λειτουργεί με αποφάσεις πλειοψηφιών και μειοψηφιών. Στα κόμματα πάντα θα υπάρχουν μειοψηφίες. Αν αυτές εκφράζονται, ενισχύουν τα κόμματα και τις ηγεσίες τους. Αν δεν βγαίνουν θεσμικά προς τα έξω, ενώ υπάρχουν, τότε πλειοψηφίες και μειοψηφίες συνεχίζουν να λειτουργούν ως μηχανισμοί, βλάπτοντας όλους. Σεβασμός κανόνων υπάρχει εκεί όπου υπάρχουν μειοψηφίες και πλειοψηφίες. Εκεί όπου υπάρχει εσωκομματικός διάλογος χωρίς «στρατούς» και προκαταλήψεις.
Απλά πράγματα.
Στο διά ταύτα τώρα. Από ό,τι φαίνεται ο χώρος θα συνεχίσει με το σημερινό του όνομα. Ο όρος «Κίνημα» παραπέμπει σε αμεσοδημοκρατικές λογικές, μη συνάδουσες στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Ορος που εντοπίζεται σε όλα σχεδόν τα προσυνεδριακά κείμενα. Ομως ο ένας και αδιαίρετος φιλελευθερισμός είναι αντίθετος σε κάθε «κινηματική» λογική. Αυτήν ορθώς την επικαλούνται όσοι είναι «ΣΥΡΙΖΑ», κακώς όμως όσοι δηλώνουν σοσιαλδημοκράτες. Νομίζουν ότι νοστιμεύουν το φαγητό τους; Οι «κινηματικοί» καλοφαγάδες όμως σιτίζονται αλλού.
Ταυτοχρόνως ούτε ενοποίηση του χώρου με διαδικασίες πλειοψηφίας και μειοψηφίας θα έχουμε. Η ομοσπονδία κομμάτων φαίνεται να βολεύει πολλούς. Κι όμως, η δημιουργία ενός ενιαίου κόμματος συσπειρωμένου γύρω από τις ιδέες και τις αξίες της σοσιαλδημοκρατίας και του προοδευτικού Κέντρου είναι περισσότερο επιτακτική απ’ όσο ποτέ. Θα το γράψω, όσο πιο καθαρά γίνεται. Ομοσπονδία κομμάτων σημαίνει μονοψήφιο ποσοστό, νέος ενιαίος φορέας που δεν θα είναι «κίνημα» αλλά κόμμα, υπό προϋποθέσεις μπορεί να σημαίνει διψήφιο ποσοστό.
Δύο είναι τα διλήμματα του χώρου. Πρώτον, θα γίνει αυτός ενιαίος τόπος συνάντησης όλων των συνιστωσών που από τις αρχές του 20ού αιώνα συνθέτουν τα άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία στηρίζουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία; Ή θα μετατραπεί σε ακτιβιστικό κίνημα των λεγόμενων αμεσο-δημοκρατιών; Και, δεύτερον, θα προχωρεί πάντα με τους ίδιους και τους ίδιους ή θα δείξει νέο πρόσωπο αναδεικνύοντας νέους ανθρώπους. Βεβαίως νέα πρόσωπα δεν σημαίνει νέοι «να ‘ναι και ό,τι να ‘ναι». Δεν σημαίνει νέοι που διαβάζουν παραπολιτικά σχόλια και ανοίγουν βιβλίο μόνο στις 29 Φεβρουαρίου. Κάθε τέσσερα χρόνια. Οι νέοι πρέπει να είναι νέοι και στο πνεύμα και όχι μόνο στην ηλικία. Αλλιώς καλύτερα οι παλιοί που έχουν και εμπειρίες στο «άθλημα» της διαχείρισης προσώπων και όχι ιδεών.
Κάθε κόμμα όμως που θέλει να είναι κόμμα και όχι «κίνημα» οφείλει να έχει πρόταση εξουσίας. Τέτοια πρόταση είχε το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη και μετατράπηκε έτσι στον μεγάλο συνασπισμό εξουσίας που γνωρίσαμε. Καταλαβαίνω να μη το συνειδητοποιούν αυτό οι μικροί εταίροι του, οι οποίοι, αν και είχαν σημαντικές αρχές και αξίες, ποτέ δεν απέκτησαν πρόσβαση στην ευρύτερη κοινωνία. Να μην το καταλαβαίνουν όμως αυτό και τα στελέχη του ΠαΣοΚ που έζησαν το τι σημαίνει να έχεις πάντοτε πρόταση διακυβέρνησης και όχι απλά πρόγραμμα, αυτό δεν το καταλαβαίνω.
Κάθε κόμμα που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει πρόταση διακυβέρνησης. Αλλιώς οι πολίτες δεν έχουν κανέναν λόγο να το ψηφίσουν. Ετσι όσον αφορά το ερώτημα για τις μετεκλογικές κυβερνητικές συνεργασίες βεβαίως το νέο κόμμα δεν είναι υποχρεωμένο, χωρίς να γνωρίζει το αποτέλεσμα των εκλογών, να δεσμευθεί πώς και με ποιον θα συνεργαστεί. Είναι όμως υποχρεωμένο, αν δεν θέλει να συνθλιβεί στην πόλωση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, να δεσμευθεί πως θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του ώστε η χώρα να μη μείνει ακυβέρνητη. Λαμβάνοντας υπόψη πως καραδοκεί ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να προκύψει σε αυτή τη φάση στη χώρα: η απλή αναλογική.
Τώρα όμως που κάποιοι διαπιστώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «αντέχει», πληθαίνουν οι φωνές που καλούν σε διάλογο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στη στρεψοδικία τους ισχυρίζονται κάτι σωστό. Ναι, χρειάζεται διάλογος με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και με κάθε κόμμα που ανήκει ή έστω δηλώνει ότι ανήκει στο συνταγματικό τόξο. Αν όμως θέλουμε να δούμε αν «κανονικοποιείται» αυτό το κόμμα, μια επιστημονική απόδειξη υπάρχει. Η πραγματικότητα. Το τι δηλαδή θα κάνει ο στρατηγικά ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Μόνο μετά μπορεί γίνει συζήτηση για την όποια συνεργασία μαζί του. Τα υπόλοιπα είναι προξενιά για γάμο συμφερόντων. Σήμερα προξενήτρα, σαν την κυρα-Δέσποινα (Μαρίκα Νέζερ) στον «Μπακαλόγατο», είναι η «κυρα-διάλογος». Πριν από έναν χρόνο ήταν η «κυρα-κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης». Φτάνει. Ας κάνουν διάλογο με τον Σαββίδη, να τελειώνουμε.
ΥΓ.: Ολα αυτά ισχύουν αν σε συνθήκες επικράτησης του πνεύματος της αντιπολιτικής μπορούν να συνυπάρξουν η κομματική στράτευση και ο αναστοχασμός. Αν όμως αυτό είναι σαν να κρατάς δυο καρπούζια σε μια μασχάλη, τότε καθένας οφείλει να αποφασίσει ποιο καρπούζι θα κρατήσει. Τον αναστοχασμό ή την κομματικότητα;