Από τους βερμπαλισμούς και τις μεγαλοστομίες φαίνεται να περνάμε στον πραγματισμό και στον ορθολογισμό. Με άλλα λόγια, από την εφηβεία στην ωριμότητα. Εύλογα, η μετάβαση προκαλεί αμηχανία και αποσταθεροποιεί τις δυνάμεις που είχαν συμφιλιωθεί με τους φορμαλισμούς του παρελθόντος. Η αλλαγή στον τρόπο σκέψης και λειτουργίας αφυπνίζει αμυντικά αντανακλαστικά. Την ίδια ώρα δημιουργεί προϋποθέσεις για δημιουργική αντίδραση. Η αντίφαση αυτή δεν συνιστά παραδοξολογία. Ούτε περιορίζεται στα επιφαινόμενα.
Οι μεταβολές που επήλθαν στην εγχώρια πολιτική, το επιβεβαιώνουν. Η εκλογική συμπεριφορά μεγάλου τμήματος πολιτών στην αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου δεν υπαγορεύτηκε από τις παλιές διαιρέσεις. Πόσω μάλλον από προγενέστερες ψυχώσεις. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα που στράφηκε στον Κυριάκο Μητσοτάκη επιζητούσε το τέλος των ανώφελων διακηρύξεων και των ανεδαφικών υποσχέσεων.
Το πλεονέκτημα του νέου πρωθυπουργού είναι ότι εξέφρασε την προσαρμογή στο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που διαμόρφωσε η κρίση. Μάλιστα, αποφεύγοντας τα βαρύγδουπα λόγια, δεν καλλιέργησε υπέρμετρες προσδοκίες. Η κυριαρχία που διασφάλισε είναι ισχυρή. Εδράζεται στην αποδοχή των εφικτών και ρεαλιστικών προτάσεών του για την ανόρθωση της χώρας και της οικονομίας. Η επιτυχία του οφείλεται στο ότι ενσάρκωσε τον πραγματισμό σε μια κουρασμένη και απογοητευμένη κοινωνία. Η περιπέτεια της χρεοκοπίας, αλλά και της «πρώτης φοράς Αριστερά» κατέρριψε αλόγιστες πολιτικές, αλλά και μύθους.
Ρεαλισμός δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη προσαρμογή στα «υπάρχοντα» και υποταγή στα «πράγματα». Ούτε συνεπάγεται ακύρωση των οραμάτων, όπως θα σπεύσουν να υποστηρίξουν κάποιοι αιθεροβάμονες αριστεροί. Ο Κ. Μητσοτάκης είναι ρεαλιστής γιατί αναγνώρισε με ακρίβεια τους κανόνες αλλαγής. Και καταπιάστηκε με μεθοδικότητα με τα «μικρά και καθημερινά» και γενικώς τα άχαρα. Το κυριότερο, εμπέδωσε την αντίληψη ότι η αλλαγή των «μικρών» τροποποιεί μακροπρόθεσμα τους συσχετισμούς στα «μεγάλα». Και για να θυμηθώ τον Κάρολο Μάρξ «η ποσοτική συσσώρευση φέρνει ποιοτική μεταβολή».
Την επιδίωξη αυτή δείχνει να θέλει να εξυπηρετήσει και το μοντέλο διακυβέρνησης του νέου πρωθυπουργού. Η χρηστικότητα της πολιτικής σήμερα δεν προσμετράται με γενικολογίες. Ούτε εξυπηρετείται με την επιστράτευση κομματικών εκπροσώπων. Αντιθέτως, απαιτεί εξειδικευμένη γνώση. Όπως έλεγε ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ, «χρειαζόμαστε κόκκινους και ειδικούς». Ο συνδυασμός πολιτικών στελεχών με διαχειριστική ικανότητα και τεχνοκρατών με επιστημονική επάρκεια είναι χρήσιμος. Καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ.
Άλλωστε, η πολιτική δεν μπορεί πλέον να συνιστά πλειοδοσία σε μεσσιανισμό και οραματικό λόγο. Ακόμη περισσότερο, δεν είναι η αναγωγή της αμηχανίας επί του συγκεκριμένου σε ιδεολογική φυγή προς το τίποτα. Οφείλει να είναι «τεχνικό δελτίο έργου» με ιεραρχήσεις, χρονοδιαγράμματα, προϋπολογισμό. Στην ουσία, δεν αρκεί πλέον να σηματοδοτούμε την κατεύθυνση. Χρειάζεται να υποδεικνύουμε συγκεκριμένα το πώς, με ποιους και με τι μέσα. Κι όλα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας έχουμε το τι να κάνουμε και όχι το τι να πούμε.