Συμπτώσεις για την ανάπτυξη

Ελίζα Παπαδάκη 03 Ιαν 2013

Ποια είναι η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα μας τον χρόνο που μόλις άρχισε; Υστερα από πέντε χρόνια ύφεση, δραματική τα τρία τελευταία με εκρηκτική άνοδο της ανεργίας, πάρα πολλοί θα συμφωνούσαμε ότι η πρωταρχική εθνική επιδίωξη είναι η Ελλάδα να μπει ξανά σε διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης ώστε να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, να αρχίσουν και πάλι να αυξάνονται τα εισοδήματα, αλλά και να προάγονται σωστές δημόσιες κοινωνικές πολιτικές, πιο αναγκαίες σήμερα παρά ποτέ. Οπωσδήποτε εδώ συμπίπτουν τόσο η κυβέρνηση και τα τρία κόμματα που τη στηρίζουν όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση. Μεταξύ τους υπάρχει, βέβαια, μια κεφαλαιώδης διαφορά: Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ έχουν πια καταλήξει ότι οι προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση θα καταβάλλονται στο πλαίσιο των δεσμεύσεων απέναντι στην Ευρώπη και το ΔΝΤ που χρηματοδοτούν τη χώρα, παράλληλα δηλαδή με τη συνεχή, μήνα προς μήνα, εκπλήρωση των λεπτομερειακών όρων που περιλαμβάνουν οι δανειακές συμβάσεις, όπως τις έχουν υπογράψει οι διαδοχικές κυβερνήσεις της τριετίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, υποστηρίζει πάντα ότι χωρίς ανατροπή των Μνημονίων ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει, η ύφεση θα βαθαίνει καταστροφικά.

Καθοριστική για τις ασκούμενες πολιτικές, η διαφορά μοιάζει αγεφύρωτη και πολώνει. Αλλά η αντιπαράθεση γενικών εκτιμήσεων είτε για τα περιθώρια «αναδιαπραγμάτευσης» στην Ευρώπη είτε για τις δυνατότητες εξωτερικής χρηματοδότησης – ή αυτοχρηματοδότησης – που έχει η ελληνική οικονομία, όπως την παρακολουθήσαμε όλο το 2012, δεν οδηγεί πουθενά. Περισσότερο υπηρετούσε την προσπάθεια των κομμάτων που τη διεξήγαν να διευρύνουν την επιρροή τους, αξιοποιώντας την εύλογα διογκούμενη δυσφορία στην κοινωνία, παρά την εκπόνηση ενός πραγματικού σχεδίου για την ανάπτυξη που εξακολουθούμε επιτακτικά να χρειαζόμαστε. Ισως να ακούγεται παράδοξο παραμονές επιστροφής των ελεγκτών της τρόικας, όμως πιο παραγωγικό θα ήταν να ανοίξουμε επιτέλους σοβαρά τη δημόσια συζήτηση για το αναγκαίο σχέδιο, αφήνοντας τα Μνημόνια κατά μέρος. Δεν αποκλείεται τότε κάποιες συμπτώσεις να μας αιφνιδιάσουν.

Μια πρώτη σύμπτωση ανάμεσα σε όσους καταγγέλλονται ως «νεοφιλελεύθεροι» και όσους θεωρούν τους εαυτούς τους αριστερούς είναι η διαπίστωση ότι ένα βασικό αίτιο της κρίσης είναι το κράτος, στον βαθμό που είναι συγκροτημένο για να υπηρετεί επιμέρους συμφέροντα και όχι την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη, εξασφαλίζοντας έτσι την επανεκλογή μελών του πολιτικού προσωπικού, κάποτε και τον πλουτισμό τους. Αλλά όπως όλοι ξέρουμε η σύμπτωση περιορίζεται στη θεωρία, εφόσον οι πελατειακές πρακτικές δεν έχουν εκλείψει, συνεχίζονται έστω και με δραστικά μειωμένους τους κρατικούς πόρους. Απτά παραδείγματα δεν έπαψαν να καταγράφονται καθημερινά. Μια ανοιχτή, δημόσια συζήτηση, που θα υπερβαίνει την περιπτωσιολογία, είναι ωστόσο προϋπόθεση για να προχωρήσουν αναγκαίες αλλαγές. Σε ένα πλαίσιο καθολικής διαφάνειας λόγου χάρη θα ήταν ενδιαφέρουσα μια αντιπαράθεση γύρω από τα ευνοούμενα από το έως τώρα καθεστώς συμφέροντα, μεγάλα τα οποία κατά παράδοση θεωρούνταν «αναπτυξιακά», μεσαία και μικρότερα που κατατάσσονταν στους αδικημένους, οπότε «έπρεπε» να βοηθηθούν, με τους υπόλοιπους αδικημένους να περιμένουν τη σειρά τους. Από τις περιπτώσεις θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε γενικά αποδεκτούς κανόνες με καθολική ισχύ (επίκαιρη είναι π.χ. η στήριξη οικογενειών με παιδιά, υποχρέωση της Πολιτείας καταρχήν, που παρέχεται όμως άνισα μέσω κρατικών ρυθμίσεων, φορολογικών ή επιδομάτων, αλλά και συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τον εργοδότη, ευνοώντας τους ευπορότερους.)

Οσες πολιτικές δυνάμεις τάσσονται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, εκφράζοντας την πλειοψηφία των πολιτών, αναγκαστικά θα συνέπιπταν εξάλλου στην επιδίωξη να παράγονται εδώ ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, ικανά δηλαδή να πωλούνται στις ξένες και στην εγχώρια αγορά, ώστε να δημιουργούν απασχόληση και εισοδήματα. Αλλά αυτή η αφετηριακή σύμπτωση θα επέβαλλε ευρύτερες συμφωνίες για τη συγκράτηση του κόστους, για τη χρηματοδότηση και το φορολογικό καθεστώς των επιχειρήσεων, για την υποδοχή επενδύσεων, σε διαφορετική κατεύθυνση από την έως τώρα πορεία της χώρας, που οργανωμένα και ολοκληρωμένα ελάχιστα συζητούνται. Οχι πως δεν θα προέκυπταν σημαντικές αντιπαραθέσεις σε μια τέτοια δημόσια συζήτηση. Σε αντίθεση με τα άγονα ζητήματα που ακόμα κυριαρχούν, θα μπορούσαν όμως να είναι παραγωγικές, στον βαθμό που θα οδηγούσαν σε συνθέσεις καλύτερες από τις τωρινές, υπαγορευόμενες απ’ έξω πολιτικές, επειδή ακριβώς αδυνατούσαμε να συζητήσουμε πολιτικά μεταξύ μας στην Ελλάδα.