Μετά από μια στείρα συζήτηση στο κοινοβούλιο και ατελείωτες δημόσιες διαμάχες νομοθετήθηκε το αυτονόητο: το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια. Για ιστορικούς λόγους είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Δανία έκανε αυτό το βήμα το 1989, η Νορβηγία το 1993, η Σουηδία το 1995, ενώ η Ολλανδία πρώτη θέσπισε το γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια το 2001, ακολουθούμενες από τη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, όπως επίσης των ΗΠΑ και του Καναδά.
Το debate σε αυτές τις χώρες έχει μετατοπιστεί από θέματα αρχής για τη μη παραβίαση στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων και κοινωνικού αποκλεισμού σε μια ουσιαστική συζήτηση για τις συνθήκες και προϋποθέσεις υιοθεσίας παιδιών από τα ομόφυλα ζευγάρια.
Παρά τη σημαντική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και την πειστική κοινοβουλευτική παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα η χώρα έπραξε, τελικά, το λιγότερο δυνατό απέναντι σε κραυγές υπέρ της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας και του κοινωνικού στιγματισμού των ομόφυλων ζευγαριών.
Μέσα σε ένα περιβάλλον ιδεολογικής, πολιτικής και αξιακής κρίσης η νομοθετική αυτή μεταρρύθμιση θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος του κοινωνικού καθρέφτη “δίχως τον οποίο ο εαυτός μας δεν μπορεί να αποκτήσει νόημα” (Κ. Τσουκαλάς 27/12/2015).
Κόμματα και εκκλησία
Στην κρίσιμη ψηφοφορία στο κοινοβούλιο παρατηρήθηκαν κραυγαλέες και πρωτόγονες παρουσίες (από την Χρυσή Αυγή, τους ΑΝΕΛ και το ΚΚΕ) και εκκωφαντικές σιωπές (ειδικά από την πλειοψηφία των βουλευτών της ΝΔ και την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ).
Από την “κτηνοβασία” της Χρυσής Αυγής και την αναμενόμενη ταύτιση των ΑΝΕΛ με τις σκοταδιστικές αντιλήψεις της Εκκλησίας περάσαμε στον υποκριτικό φανατισμό του ΚΚΕ, η άποψη του οποίου φάνηκε (χωρίς να λέγεται) ότι στηρίζεται στην παλαιά “επαναστατική” προκατάληψη ότι η ομοφυλοφιλία υπονομεύει το μαχητικό φρόνημα του επαναστάτη και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η Εκκλησία μέσω του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου δήλωσε με παρρησία ότι “αυτοί που είναι στην Εκκλησία και πιστεύουν έχουν έναν τρόπο ζωής. Ο,τι είναι έξω από αυτό είναι εκτροπή από τη ζωή”. Μετά το διήμερο πένθος που κήρυξε ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος με το κάλεσμα “φτύστε τους” και μετά από τις γραφικές έως ακραία ρατσιστικές δηλώσεις του Μητροπολίτη Σεραφείμ ότι “η ομοφυλοφιλία προκαλεί καρκινογενέσεις”, “οι ομοφυλόφιλοι οδηγούν σε άπειρες λοιμώξεις του οργανισμού” και ότι “η φυσιολογία του ανθρωπίνου σώματος εξαρτάται από τη νομοτέλεια του δημιουργού Θεού” (sic), κατανοούμε το πώς για την Εκκλησία το σύμφωνο συμβίωσης αλλοιώνει την ίδια την ουσία της οικογένειας θεσπίζοντας την εξώγαμη οικογένεια.
Τι είναι όμως διαστροφή για την Εκκλησία και μέσα από ποιους μηχανισμούς η ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία αποκλείει από το ποίμνιό της πολίτες με άλλο σεξουαλικό προσανατολισμό; Ο όρος διαστροφή υποδηλώνει κάτι πρόστυχο και αμαρτωλό. Για την Εκκλησία η διαστροφή είναι τόσο υποτιμητική γιατί αποπνέεει αμαρτία, κατηγορία, μνησικακία και αδικία. Εχει μια απολυτότητα. Μέσω αυτής της διαστροφής κατακεραυνώνει τους διαφορετικούς ο Θεός και οι εκπρόσωποί του επί της γης.
Τι συγκαλύπτει η Εκκλησία μέσα από αυτές τις θέσεις; Πρωτίστως, την ουσία της αποστολής της για την απάντηση που μπορεί να προσφέρει ως συνοδοιπόρος των πολιτών σε κρίσιμα ζητήματα για τη ζωή του καθένα μας όπως ο θάνατος, η μοναξιά, η ανάγκη νοήματος, η ελευθερία. Η Εκκλησία μέσα από αυτή τη μικρόψυχη και σκοταδιστική αντίληψη αρνείται να υπερβεί τον εαυτό της και να δώσει νόημα και ουσία σε αυτό που νομοθετήθηκε.
Στην ουσία συγκαλύπτει κάτι που επιστημονικά είναι τεκμηριωμένο: Οτι υπάρχει ένας λανθάνων πυρήνας διαστροφής σε όλους μας, όπως και στοιχεία αμφίφυλης λειτουργίας του καθένα μας. Το τι θα επικρατήσει στο τέλος είναι συνάρτηση πολύπλοκων ενδοψυχικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων.
Συγκαλύπτει επίσης ότι ένα μέρος των ιερέων και λειτουργών της πάσχει από ελαφρά έως σοβαρή ψυχοπαθολογία, ενώ πολλοί είναι ομοφυλόφιλοι χωρίς να το αναγνωρίζουν και χωρίς η Εκκλησία να το αντιμετωπίζει ως σοβαρό πρόβλημα για την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων.
Σε αντίθεση με τη δική μας συντηρητική Εκκλησία, ο Πάπας Φραγκίσκος με ειλικρίνεια και γενναιότητα ανέδειξε την αντίφαση και της ομοφυλοφιλίας και της παιδεραστίας και πρότεινε τρόπους αντιμετώπισής της στους κόλπους της Εκκλησίας.
Ψυχιατρική και διαστροφή
Προκειμένου να αποσαφηνίσουμε τον όρο διαστροφή, σύμφωνα με σημαντικούς συγγραφείς και ψυχαναλυτές (Mc Dougall, Stoller κα) “διαστροφή ως μια ερωτική μορφή του μίσους είναι η βίαιη συμπεριφορά και η επιθυμία για ταπείνωση και εξευτελισμό του σεξουαλικού συντρόφου και του ίδιου του εαυτού” και όχι ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός. Ενα άτομο είναι διεστραμμένο μόνο όταν η ερωτική πράξη χρησιμοποιείται για να αποφύγει μια μακροχρόνια συναισθηματική σχέση, κάτι που τα ομόφυλα ζευγάρια δεν το πράττουν, αντίθετα δημιουργούν ή επιδιώκουν να δημιουργήσουν σταθερό συναισθηματικό δεσμό που συχνά υπετερεί τον στερεοτύπων εξιδανίκευσης της αγάπης των ετερόφυλων ζευγαριών.
Και κάτι για τον ψυχιατρικό λόγο: Η εξέλιξη του ορισμού των σχετικών με τη διαστροφή δραστηριοτήτων αποκαλύπτει την έκταση με την οποία η ψυχιατρική νοσολογία καθρεφτίζει την κοινωνία από την οποία πηγάζει. Η νοσογραφική κατάταξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ήδη από το 1991, θέτει τέλος στην ομοφυλοφιλία ως ψυχιατρική νόσο και διαστροφή.
Την ίδια γραμμή ακολούθησαν και άλλες επιστημονικές εθνικές και διεθνείς ενώσεις. Το βασικό ερώτημα που τίθεται εκ νέου είναι αν μπορεί να γίνει η ψυχιατρική ηθικός φύλακας της σεξουαλικής συμπεριφοράς και να χρησιμοποιείται ως νομιμοποιητικό εργαλείο κοινωνικών διακρίσεων τόσο από την πολιτεία όσο και από τους θρησκευτικούς θεσμούς.
Σύμφωνα με τον Ούλριχ Μπεκ, παρατηρώντας τις ριζικές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση, “η υποχρέωση να οργανώνει κανείς τη ζωή του σε μια ατομική κοινωνία αποσυνδέει την σεξουαλικότητα από την αναπαραγωγή” (1995). Το ίδιο παρατηρεί και ο Αντονι Γκίντενς όταν γράφει (1992) για “plastic sexuality” και στα ετερόφυλα ζευγάρια. Σύμφωνα και με άλλους σημαντικούς κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους, η νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας είναι η πιο σημαντική αλλαγή της τελευταίας 50ετίας. Εξάλλου, δεν έχουμε παρά να παρατηρήσουμε τις νέες μορφές οικογένειας (extended families), τις νέες διαδρομές μητρότητας, την αποδυνάμωση του γάμου ως κοινωνικού συμβολαίου και τη νομοθέτηση των συμφώνων συμβίωσης και γάμου για ομόφυλα ζευγάρια στη συντριπτική πλειοψηφία των δυτικών χωρών. Τέτοιες πολύπλοκες κοινωνικές, ανθρωπολογικές, ηθολογικές και ψυχικές αλλαγές δεν μπορούν πλέον να αποτελούν αντικείμενο χλευασμού, αποκλεισμού, υποκρισίας και σκοταδισμού σε μια χώρα που θέλει να λέγεται κανονική, ευρωπαϊκή.
Ενα βήμα παραπέρα – η υιοθεσία
Η συζήτηση για τη δυνατότητα υιοθεσίας παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια έχει αρχίσει στην επιστημονική κοινότητα εδώ και περίπου είκοσι χρόνια και διεξάγεται με νηφάλιο και τεκμηριωμένο τρόπο. Χωρίς να αγνοήσουμε την τεράστια έκταση των φαινομένων της ενδοοικογενειακής βίας, της παιδοφιλίας και της σοβαρής ψυχοπαθολογίας σε οικογένειες ετερόφυλων ζευγαριών, οφείλουμε εντελώς σχηματικά να παρατηρήσουμε ότι για πολλούς επιστήμονες υπάρχουν σημαντικοί λόγοι ενάντια στη δυνατότητα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. Ενδεικτικά, η παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού να έχει μια μητέρα και έναν πατέρα, η ατελής πληροφόρηση και ταύτιση του παιδιού με πρότυπα από τα δύο φύλα ως συστατικό στοιχείο της ομαλής, φυσιλογικής ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, η διαφορετικότητα σαν ένα πολύ ισχυρό ερέθισμα που συμβάλλει στην ποιοτική και διαφοροποιημένη ανάπτυξη του ψυχισμού του παιδιού και, τέλος, από τη θρησκευτική οπτική, σε μια χριστιανική χώρα και σύμφωνα με τη χριστιανή διδασκαλία είναι αξίωμα να υπάρχουν δύο γονείς διαφορετικού φύλου.
Τα υπέρ επιχειρήματα για τη δυνατότητα υιοθεσίας είναι τα εξής: Τα ομόφυλα ζευγάρια είναι πιο σταθερά από ετερόφυλες ενώσεις με γάμο, πολλές μονογονεϊκές οικογένειες όταν δεν έχουν την κατάλληλη ψυχοκοινωνική υποστήριξη από υπηρεσίες διαμορφώνουν παιδιά με σημαντικά ελλείμματα μόρφωσης, εκπαίδευσης και προβλήματα συμπεριφοράς, είναι κοινωνική διάκριση η απαγόρευση υιοθεσίας παιδιών σε gay ζευγάρια, όταν υπάρχει έλλειψη θετών γονέων είναι καλύτερο να υιοθετούνται παιδιά από ομόφυλα ζευγάρια σε σύγκριση με τις ανάδοχες οικογένειες, κάτι που συνήθως έχει φτωχά αποτελέσματα στην ανάπτυξή τους.
Εξάλλου, όταν υπάρχει ένα συνεκτικό σύστημα ψυχοκοινωνικής φροντίδας και συστηματική καθοδήγηση και εποπτεία από ειδικούς ψυχικής υγείας, τότε η εσωτερίκευση των μητρικών ή πατρικών υποκατάστατων στο ευρύτερο περιβάλλον μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για την ανάπτυξη των παιδιών. Σημαντικές έρευνες δείχνουν ότι δεν υπάρχουν σοβαρές διαφορές στη φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών υπό δύο προϋποθέσεις: Την ύπαρξη μιας σοβαρής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και για τις δύο κατηγορίες. Την εξάλειψη των ισχυρών προκαταλήψεων και βιωμάτων κοινωνικού αποκλεισμού και στιγματισμού (αυτο-στιγματισμού και ετερ0-στιγματισμού) που αντιμετωπίζουν με βία τα ομόφυλα ζευγάρια.
Το πεδίο -κοινωνικά, ηθολογικά και επιστημονικά- είναι πολύπλοκο και αξίζει τον κόπο να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος και στη χώρα μας γι αυτό το θέμα.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί η πρόσφατη επίσημη θέση της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής (AAP, 2013, Pediatrics, 131: 827-830) με τίτλο:Promoting the well being of children whose par-ents are Gay or Lesbian (Προάγοντας το ευ ζην των παιδιών με γονείς gay ή λεσβίες). Η διακήρυξη της Ακαδημίας διατυπώνει μεταξύ άλλων την ανάγκη υποστήριξης όλων των παιδιών 1) για τα δικαιώματα των γονέων τους που έχουν συνάψει πολιτικό γάμο και 2) για τη θέληση και ικανότητα των γονέων που φιλοξενούν (θεσμός αναδοχής) και υιοθετούν παιδιά να εκπληρώσουν την αποστολή τους ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Συνεχίζοντας, η Ακαδημία αποδέχεται ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη από ασφαλείς και διαρκείς σχέσεις με ικανούς για φροντίδα και δεσμευμένους σε αυτόν τον σκοπό ενήλικες προκειμένου να ενδυναμώσουν τις εμπειρίες ζωής τους για μια βέλτιστη κοινωνικοσυναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη. Τέλος, η Ακαδημία διατυπώνει την άποψη ότι υπάρχει ισχυρή επιστημονική τεκμηρίωση που επιβεβαιώνει ότι τα παιδιά έχουν παρόμοιες αναπτυξιακές και συναισθηματικές ανάγκες και δέχονται παρόμοια γονεϊκή φροντίδα ανεξαρτήτως αν αναθρέφονται από γονείς του ίδιου ή διαφορετικού φύλου.
Συμπερασματικά
Οι προκαταλήψεις, η μισαλλοδοξία, η δυσανεξία και το μίσος απέναντι στη διαφορετικότητα προκαλούν πολύ μεγαλύτερη βλάβη στην ψυχική υγεία των παιδιών ανεξαρτήτως του φύλου των γονέων τους.
Μια αριστερή κυβέρνηση, έχοντας κάνει το πρώτο αυτονόητο βήμα, με καθυστέρηση δεκαετιών στη χώρα μας, οφείλει να θέσει με έμφαση, με σχέδια δράσης και με αποφασιστικότητα, και όχι με ιδεολογήματα, την εφαρμογή του συμφώνου συμβίωσης μέσα από την ενίσχυση των δομών του κοινωνικού κράτους. Διαφορετικά, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε την πολλαπλή θανατηφόρα επανάληψη μη εφαρμογής ενός νόμου σαν δείκτη καχεξίας και καταρράκωσης των κοινωνικών και πολιτειακών θεσμών μας.
Ας αντιμετωπίσουμε τις αντιφάσεις μας με την απαιτούμενη παρρησία και επιστημονική τεκμηρίωση και όχι με αλλαλαγμούς, θρησκευτικές προκαταλήψεις και εθνικολαϊκιστικούς αναχρονισμούς.