Σύμφωνο φιλίας ή λύση κυπριακού;

Δρ. Κυριάκος Τζιαμπάζης 10 Ιαν 2017

Προβάλλεται η ιδέα του υπουργού εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιά για υπογραφή ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο Συμφώνου Φιλίας και μη Επίθεσης στη θέση της κατάργησης της Συμφωνίας Εγγυήσεων και Συμμαχίας που δεσμεύουν της χώρες τους από το 1960. Αν όντως, Η κυβέρνηση Τσίπρα θέλει να βοηθήσει στην επίλυση του Κυπριακού, αν έχει αποφασίσει να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση δημιουργικά, θα πρέπει να αφήσει στο περιθώριο τα προβλήματα που έχουν εμφανιστεί ανάμεσα στη χώρα του και την Τουρκία. Προβλήματα που ανεφύησαν από τη νέα μορφή που έλαβε το κυπριακό ύστερα από τα γεγονότα του 1974.

Ως ιδέα είναι ελκυστική. Θα εδραιώσει την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή μας και θα αναπτυχθούν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στα τρία κράτη που βρίσκονται στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μέγα ερώτημα που προβάλλει είναι αν  είναι εφικτή η υπογραφή τέτοιου συμφώνου. Η Κύπρος ως η μικρότερη χώρα δεν έχει λόγους να μην αποδεχτή τέτοια πρόταση και τέτοια κατάσταση. Θα τη θωρακίσει έναντι οιονδήποτε εξωτερικών κινδύνων, που την περιβάλλουν. Όμως αυτό είναι εφικτό; Θα αποδεχθεί η Τουρκία τέτοια πρόταση; Η γενικότερη στάση της δεν δημιουργεί τέτοιες προοπτικές. Τότε;

Θεωρώ ότι, αυτή η πρόταση Κοτζιά-Τσίπρα θα πρέπει να μετατεθεί στο μέλλον. Η συγκέντρωση τόσων αντιπροσωπειών, προσωπικοτήτων παγκόσμιας εμβέλειας, δεν ευνοεί την τοποθέτηση αυτού του θέματος στο τραπέζι των συνομιλιών. Ο ΟΗΕ, η ΕΕ, τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν θα μαζευτούν για να επιλύσουν τα προβλήματα της περιοχής συνολικά, ιδιαίτερα της Ελλάδας και της Τουρκίας αλλά το εσωτερικό πρόβλημα της Κύπρου που είναι ένα από τα αρχαιότερα, μετά το Κασμίρ, και το Παλαιστινιακό. Για το πρώτο κανείς πια δεν αναφέρεται γι αυτό, κάθε τόσο ρίχνεται και μια κανονιά απλώς για να υπενθυμίζεται η ύπαρξη του. Το Δεύτερο ταλανίζει τον ΟΗΕ σχεδόν από την ίδρυση του. Το Κυπριακό ξεκίνησε όταν οι Κύπριοι αποφάσισαν να επαναφέρουν τα α-λυτρωτικά τους απωθημένα που δεν βρήκαν υλοποίηση με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 και το 1963 δημιούργησαν τη νέα φάση του Κυπριακού, σε μια προσπάθεια η κάθε πλευρά να ενσωματώσει την Κύπρο στον εθνικό κορμό. Αυτό το πρόβλημα θα επιλύσει η σύναξη της Γενεύης και όχι της ελληνο-τουρκικές διαφορές.

Τόσο ο ΟΗΕ, όσο και η ΕΕ προσδοκούν ότι η λύση του κυπριακού προβλήματος θα επιφέρει σεισμικές αλλαγές στην Ανατολική Μεσόγειο, θα είναι ένα παράδειγμα προς μίμηση, ίσως βοηθήσει και στη λύση του Παλαιστινιακού εξ αντανακλαστικών προσλήψεων. Θα επιβεβαιώσει τη θέση ότι, οι θρησκευτικές διαφορές δεν είναι το κύριο εμπόδιο στην ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων μιας οιασδήποτε χώρας, ότι υπάρχουν βαθύτερες σχέσεις που μπορούν να υπερισχύσουν της οιασδήποτε διαφορετικότητας και να οδηγήσουν τους λαούς στην ειρηνική συμβίωση προς όφελος όλων. Αυτό θα είναι το δυναμικό μήνυμα που θα στείλουν οι Κύπριοι στη διεθνή κοινότητα, πέραν από την ειρήνη και επανένωση του δικού τους κράτους.

Γι’ αυτό ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας καλείται να αφήσει στο περιθώριο την πρόταση της κυβέρνησης του και να εργαστεί για τη γρήγορη και άμεση επίλυση του κυπριακού και όχι να παραπέμπει σε συζητήσεις που θα συνεχιστούν και μετά τις 12 Ιανουαρίου. Αν οι αντιπροσωπείες φύγουν από το τραπέζι χωρίς λύση, δεν υπάρχει περίπτωση να συνεχιστούν στο σύντομο μέλλον. Όμως το κυπριακό επείγει να βρει τη λύση του, επειδή τα δεδομένα στην περιφέρεια μας αλλάζουν, θα αλλάξουν οι προτεραιότητες, οι συμμαχίες και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα οπωσδήποτε θα αφήσουν πίσω το κυπριακό και κανείς δεν θα ενδιαφερθεί για τη διευθέτηση του. Θα βρεθούν άλλες διέξοδοι, που θα παρακάμψουν το πρόβλημα μας. Εμείς οι Κύπριοι θα υποφέρουμε, επειδή η ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να διευθετήσει τα προβλήματα της με την Τουρκία.

Αντίθετα, η διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος θα δημιουργήσει μια νέα κατάσταση πραγμάτων, θα μειώσει τις εντάσεις ανάμεσα στα δυο κράτη. Η Κύπρος με λυμένο το πρόβλημα της μπορεί από τη νέα της θέσει να διαδραματίσει γεφυροποιό ρόλο και να δημιουργήσει την αναγκαία ατμόσφαιρα και προϋποθέσεις για επίλυση των ελλαδο-τουρκικών διαφορών.