Η επίτευξη της Συμφωνίας με τη γειτονική μας χώρα για την επίλυση του χρονίζοντος ζητήματος αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Η εκκρεμότητα αυτή που εδώ και πάνω από εικοσιπέντε χρόνια ταλαιπωρεί την Ελλάδα θα πρέπει να κλείσει. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών να ομαλοποιηθούν πλήρως, η Ευρωπαϊκή προοπτική, σταθερότητα, δημοκρατία της περιοχής να διασφαλισθούν.
Είναι θλιβερό όμως ότι σ’ ένα τόσο ευαίσθητο θέμα πολιτικής όπως το μακεδονικό απουσιάζει η στοιχειώδης πολιτική συναίνεση, συναίνεση που έχει επιτευχθεί σε υψηλό βαθμό στο πρόσφατο παρελθόν. Στην τρέχουσα φάση έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο: η Συμφωνία για το Μακεδονικό έχει διχάσει πολιτικές δυνάμεις και κοινωνία. Και η μέγιστη ευθύνη για το διχασμό αυτό ανήκει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. ΙΠρώτα απ’ όλα η κυβέρνηση αυτή καθ’ εαυτή εμφανίζεται βαθειά διχασμένη, με τον ένα εταίρο (ΣΥΡΙΖΑ) υπέρ της λύσης της σύνθετης ονομασίας (με τη λέξη Μακεδονία σ’ αυτή) και τον άλλο εταίρο (ΑΝΕΛ) βαθύτατα εναντίον με εθνολαϊκιστικά, τοξικά επιχειρήματα. Στέλνουν δηλαδή ένα εξόχως διχαστικό και αντιφατικό μήνυμα στην κοινωνίας. Ο ένας να θεωρεί ότι με τη σύνθετη ονομασία η Ελλάδα “παίρνει πίσω όνομα και ιστορία” ενώ ο άλλος ακριβώς το αντίθετο, ότι παραδίδει όνομα και ιστορία! Αναπόφευκτα η κοινωνία, οι απλοί πολίτες δεν ήξεραν ποιόν να πιστέψουν. Διχάστηκαν. Δεύτερον, η κυβέρνηση επιχείρησε την εργαλειοποίηση του θέματος προκειμένου να διασπάσει ή φέρει σε δυσκολίες την αντιπολίτευση και κυρίως την αξιωματική αντιπολίτευση, ΝΔ, και όχι μόνο. Η ΝΔ δεν έπεσε στην παγίδα αλλά στη διαδικασία αυτή διολίσθησε σε ακραίες εθνικιστικές θέσεις, αντίθετες ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν της. Στο Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ) τα πράγματα αυτή τη στιγμή εμφανίζονται όντως δύσκολα, αν και με βούληση και ευελιξία απ’ όλες τις πλευρές μπορούν να βρεθούν οι αναγκαίες συγκλίσεις για τη διατήρηση της συνοχής και ενότητας.]
Τώρα η Συμφωνία αυτή καθ’ εαυτή. Είναι αναπόφευκτα ένας συμβιβασμός και ως τέτοιος περιέχει θετικά αλλά και ορισμένα προβληματικά στοιχεία. Ορισμένες σημαντικές Ελληνικές στοχεύσεις επιτυγχάνονται με τη Συμφωνία (σύνθετη ονομασία, τροποποίηση Συντάγματος, erga omnes στην εσωτερική – εξωτερική χρήση,ά και με κάποιε ασάφειες). Στα προβληματικά στοιχεία που έχουν επισημανθεί από διάφορες πλευρές ότι περιλαμβάνονται στις πρόνοιες της Συμφωνίας συνδέονται (α) με την ταυτότητα/ιθαγένεια (Macedonean – citizen of the Republic of North Macedonia) και τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένες οι σχετικές διατάξεις (άρθ. 1) σε συνδυασμό με την ελευθερία προσδιορισμού του Macedonean από κάθε πλευρά (άρθ. 7), καθώς και με αναφορά σε nationality στο αγγλικό κείμενο, ενώ το ελληνικό αναφέρεται σε “ιθαγένεια” (citizenship), (β) η αναφορά στη Συμφωνία ότι “η επίσημη γλώσσα θα είναι η Μακεδονική γλώσσα” (άρθ. 1, 3β). Τα δύο αυτά στοιχεία επιτρέπουν το επιχείρημα ότι συντηρούνται δυνατότητες και περιθώρια αλυτρωτισμού (αν όχι τώρα, σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον). Βεβαίως η Ελλάδα ούτε μπορούσε ούτε έπρεπε να εμπλακεί σε διαδικασία προσδιορισμού της ταυτότητας της γειτονικής χώρας. Αλλά δεν ήταν ανάγκη και να υπάρχουν (γραπτές) ρυθμίσεις στη Συμφωνία. Εδώ η “εποικοδομητική αμφισημία” (constructive ambiguity) θα ήταν ίσως προτιμότερη.
Ένα τρίτο προβληματικό στοιχείο συνδέεται με το παραλληλισμό του χρονοδιαγράμματος της επικύρωσης και θέσης σε ισχύ της Συμφωνίας (κύρωσης, τροποποίησης του Συντάγματος) και έναρξης των διαδικασιών/ διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας σε ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση. Χωρίς να υπεισέρχομαι στις τεχνικές πλευρές αλλά για να αποφευχθούν περιπλοκές, τετελεσμένα, άσκηση πιέσεων κ.λπ., σκόπιμο είναι η αποστολή της επιστολής πρόσκλησης της γειτονικής χώρας για ένταξη στο ΝΑΤΟ να γίνει μετά την κύρωση της Συμφωνίας και ακόμη καλύτερα μετά την τροποποίηση του Συντάγματος . Η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ να γίνει επίσης μετά την κύρωση/ τροποποίηση. Δηλαδή σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της Συμφωνίας το αργότερο σε έξι μήνες. Δεν χάθηκε ο κόσμος. Ωστόσο οι επικείμενες διασκέψεις κορυφής (ΕΕ, ΝΑΤΟ) θα μπορούσαν να στείλουν ένα θετικό μήνυμα στη γειτονική χώρα τώρα “αποφασίζοντας” ότι θα ενεργήσουν για ορισμένα πράγματα αργότερα. Πρόκειται για μια συνηθισμένη διαπραγματευτική πρακτική.
Τα παραπάνω προβληματικά στοιχεία μπορούν “να διορθωθούν” χωρίς την τυπική επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας ώστε η κύρωση της Συμφωνίας να γίνει με ευρύτερη συναίνεση και με την πολιτική προϋπόθεση βέβαια της σύμπραξης και του δεύτερου κυβερνητικού εταίρου προκειμένου να κλείσουμε οριστικά το θέμα αυτό με μία πράγματι καλή, βιώσιμη λύση…